της Αντιγόνης Λυμπεράκη
Σε αυτό το άρθρο εξετάζω ορισμένες εκδοχές της αναδιάρθρωσης και τις επιπτώσεις τους στην εργασία. Ο εντοπισμός της πλουραλιστικής φυσιογνωμίας του αναδιαρθρωτικού εγχειρήματος είναι χρήσιμος επειδή συμβάλλει στην αποκαθήλωση κάποιων μύθων. Πιο συγκεκριμένα αναφέρομαι στη μυθοποίηση των νέων ευέλικτων εργασιακών σχέσεων (η ευελιξία παρουσιάζεται ως πανάκεια και συμφέρουσα για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη), αλλά και στη μυθοποίηση της παντοδυναμίας του συστήματος (δηλαδή του κεφαλαίου γενικώς) να επιβάλλει την αναδιάρθρωση με τους δικούς του όρους.
Ο μεταφορντισμός μπορεί να πάρει πολλά πρόσωπα και σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να νοηθεί ως ενιαία και ομοιογενής τάση. Δεν υπάρχει δηλαδή μια και μόνη κυρίαρχη αναδιαρθρωτική εκδοχή. Κάθε φορά αυτή παίρνει τα χαρακτηριστικά των υποκειμένων που την υποκινούν και την δρομολογούν. Και υποκείμενα της αναδιάρθρωσης δεν είναι μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις, όπως συνήθως υπονοείται στη σχετική βιβλιογραφία. Υποκείμενα της αναδιάρθρωσης μπορούν να είναι και σχετικά μικρότερες επιχειρήσεις που διαθέτουν όμως μια συλλογική αναδιαρθρωτική στρατηγική επιθετικού τύπου. Έτσι, η ευέλικτη εξειδίκευση αποτελεί μιαν εκδοχή της ευέλικτης αναδιάρθρωσης μεταξύ άλλων νεοφορντικών και μεταφορντικών εναλλακτικών. Η κυοφορία του καινούργιου παρατείνεται, και όσο οι «αντιδράσεις» προσαρμογής εξακολουθούν να είναι αποσπασματικές, παραμένει άδηλη η αποκρυστάλλωση τους σε μια «νέα ορθοδοξία». Η διερεύνηση των νέων ολοκληρώσεων, άλλωστε, αποκτά νόημα και περιεχόμενο κάτω από αυτό το πρίσμα της ποικιλίας διαφορετικών εκδοχών. Με άλλα λόγια, οι νέες ολοκληρώσεις δεν αποτελούν κατ' ανάγκη το «νομοτελειακό» αποτέλεσμα των στρατηγικών επιλογών των μεγάλων επιχειρήσεων.
Όπως όμως τα «οικονομικά υποκείμενα» της αναδιαρθρωτικής διαδικασίας δεν εξαντλούνται μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά «παίζουν» και μικρότερες (κάτω από όρους), έτσι και τα «κοινωνικά υποκείμενα» της αναδιάρθρωσης δεν τελειώνουν στο κεφάλαιο (μεγάλο ή όχι) αλλά περιλαμβάνουν και τον παράγοντα εργασία, όπως άλλωστε και το πεδίο των συνειδητών εκείνων παρεμβάσεων στη σφαίρα της οικονομικής πολιτικής.
Μια βασική αλήθεια που διατρέχει το όλο αναδιαρθρωτικό εγχείρημα είναι ότι οι διάφορες εκδοχές του μεταφορντισμού δεν αποτελούν μονόδρομο και δυνητικά μπορούν να αποκτήσουν δύο διαφορετικά πρόσωπα, εξυπηρετώντας διαφορετικά συμφέροντα. Το κάθε διαφορετικό σενάριο αναδιάρθρωσης δημιουργεί ένα ιδιαίτερο πλαίσιο ευκαιριών και περιορισμών για την ταξική πάλη και, συνεπώς, για τον προσανατολισμό του εργατικού κινήματος.
1. Η κρίση του φορντισμού και η μετάβαση σε ευέλικτες μορφές οργάνωσης της παραγωγής
Ο φορντισμός (οριζόμενος είτε ως τεχνοοικονομικό υπόδειγμα, είτε ως βιομηχανικό υπόδειγμα που αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο καθεστώς συσσώρευσης τρόπο ρύθμισης) ουσιαστικά παραπέμπει σε ένα σύστημα τεχνολογιών, αγορών και θεσμών.
Από την άποψη των τεχνολογιών, ο φορντισμός στηρίζεται σε τεράστιες επενδύσεις για πολύ εξειδικευμένα μηχανήματα και στενά ειδικευμένους ως εργάτες-τριες. Συμπυκνώνει ένα συνδυασμό «επιστημονικού μάνατζμεντ» (Τεϋλορισμός) με δυο νέα σημαντικά χαρακτηριστικά: α) Τη συνεχή γραμμή παραγωγής που εξασφαλίζει το συντονισμό διαφορετικών κινήσεων και ρυθμών με την κινητή ταινία, τη «γραμμή». Και 6) την τυποποίηση, που επιτρέπει τη μαζική παραγωγή προϊόντων. Οι οικονομίες κλίμακας που προκύπτουν, επιτρέπουν σοβαρές περικοπές στο κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος και κατά συνέπεια στην τιμή (Coriat, 1980). Αλλωστε στην αιχμή του φορντικού ανταγωνιστικού δόρατος δεσπόζει η δυνατότητα να πουλιόνται τα προϊόντα σε χαμηλές τιμές.
Στην κλασική του εκδοχή ο φορντισμός παίρνει δυο βασικές μορφές, είτε ως συνεχής παραγωγή (όπως για παράδειγμα τα πετροχημικά και η παραγωγή χάλυβα) είτε ως διαδικασίες συναρμολόγησης που προϋποθέτουν βαθύ τεχνικό καταμερισμό της εργασίας (όπως στην αυτοκινητοβιομηχανία, στις ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές). Η παραγωγή είναι σταθερά προσανατολισμένη στην αναζήτηση εσωτερικών οικονομιών κλίμακας μέσα από την προϊούσα τυποποίηση της παραγωγής και τη «ρουτινοποίηση» της εργασιακής διαδικασίας (κυρίως μέσα από την όξυνση της διάκρισης ανάμεσα σε χειρονακτική και πνευματική εργασία, όπου η πρώτη υποβάλλεται σε αποειδίκευση, Braverman, 1974). Συνεπώς, το φορντικό σύστημα εγγενώς ωθεί τόσο το μέγεθος της παραγωγής όσο και την παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο/η, να αυξάνουν σταθερά μέσα στο χρόνο (Boyer & Coriat, 1986, Stopper & Scott, 1988).
Αυτά τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά του φορντισμού απαιτούν την ύπαρξη μεγάλων και σταθερών αγορών. Αρκετά μεγάλων, ώστε να είναι σε θέση να απορροφούν τις μεγάλες ποσότητες των τυποποιημένων προϊόντων. Αρκετά σταθερών προκειμένου να εξασφαλίζουν την απόσβεση του - ψηλού επενδυτικού κόστους και τη μόνιμη απασχόληση των συντελεστών της παραγωγής. Η δημιουργία αυτών των αγορών αποτέλεσε και το λόγο ύπαρξης του θεσμικού μηχανισμού που πλαισιώνει το φορντικό σύστημα (έλεγχος των αγορών μέσα από εθνικές και υπερεθνικές ρυθμίσεις και διακανονισμούς, συλλογικές διαπραγματεύσεις με τα σωματεία κλπ.). Έτσι, ο φορντισμός πλαισιώθηκε και συμπληρώθηκε στο θεσμικό επίπεδο με ένα ολόκληρο δίκτυο κοινωνικής δεοντολογίας και οικονομικών ρυθμίσεων, ικανών να εξασφαλίζουν το συγχρονισμό και συντονισμό ανάμεσα στη μαζική παραγωγή και την κατανάλωση. Αυτοί οι μηχανισμοί πρόσφεραν τους «κύκλους ευημερίας» που εξασφαλίζουν θετική συσχέτιση ανάμεσα: α) στο επίπεδο των μισθών και αυτό των κερδών, καθώς και β) στο επίπεδο της κατανάλωσης και αυτό των επενδύσεων[1] (Aglietta, 1976, Boyer & Coriat, 1986).
Ο φορντισμός αποτελεί τελικά μιαν οικονομική κουλτούρα που ξεπερνάει τα όρια της βιομηχανίας και αγκαλιάζει τόσο τον πρωτογενή όσο και τον τριτογενή τομέα αλλά και ένα σημαντικό μέρος της κρατικής μηχανής. Αρχές αυτής της φορντικής κουλτούρας είναι: η αφοσίωση στο μεγάλο μέγεθος και στην τυποποίηση του προϊόντος, η ανταγωνιστική στρατηγική που συνδέεται με τη μείωση του κόστους και της τιμής, και τέλος οι αυταρχικές σχέσεις και οι άκαμπτες ιεραρχικές δομές.
Από τις αρχές της δεκαετίας του '70 άρχισε να κλονίζεται η αδιαμφισβήτητη μέχρι τότε ηγεμονία του φορντικού συστήματος της μαζικής παραγωγής (για διαφορετικές αλλά συμβατές ερμηνείες της κρίσης του φορντισμού, ο αναγνώστης παραπέμπεται στις εξής πηγές: Ferez, 1985, Freeman & Ferez, 1986, Ρiore & SΔbel, 1984, Stopper & Scott, 1988). Μερικές από τις εκφάνεις αυτής της κρίσης είναι ο κορεσμός της αγοράς για ορισμένα αγαθά, η στασιμότητα της ζήτησης για τα περισσότερα προϊόντα, η αύξηση της ανεργίας και των κοινωνικών εντάσεων στις βιομηχανικές χώρες, η ένταση του ανταγωνισμού από την Ιαπωνία και τις Νέες Βιομηχανικές Χώρες και η τάση μείωσης της παραγωγικότητας σε μια σειρά κλάδους κλειδιά που τροφοδότησαν το μεταπολεμικό οικονομικό μπουμ.
Κάτω από την πίεση της οικονομικής στασιμότητας, της μείωσης της παραγωγικότητας και του αυξημένου ανταγωνισμού στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, η οικονομική βάση του κευνσιανής έμπνευσης «κράτους ευημερίας» άρχισε να κλονίζεται, και το κυρίαρχο σκηνικό πήρε τα χαρακτηριστικά του στασιμοπληθωρισμού. Αν και η σχετική βιβλιογραφία αποδίδει διαφορετική έμφαση στις διάφορες πλευρές και εκφάνσεις της κρίσης, ωστόσο κυριαρχεί μια σύμπνοια σε ευρύ φάσμα ερευνητών/τριών που ερμηνεύει τα σημεία των καιρών ως κρίση του ίδιου του φορντικού μοντέλου εκβιομηχάνισης (Harvey, 1987, Roobeek, 1987, Stopper & Scott, 1988).
Τα προβλήματα αυτά του φορντικού μοντέλου αποδίδονται από μερικούς σε εγγενείς τάσεις του συστήματος και όχι σε συγκυριακές αιτίες. Ένας κατάλογος αυτών των προβλημάτων περιλαμβάνει τα εξής:
1. Το σύστημα πάσχει από ακαμψία και αδυναμία προσαρμογής στις αλλαγές της ζήτησης, καθώς έχει μια εγγενή τάση προς την ομοιομορφία αγοράς και την τυποποίηση των προϊόντων (Sayer, 1986).
2. Στην περίπτωση παραγωγής σύνθετων προϊόντων υπάρχουν δυσκολίες στο συντονισμό της ροής των διαφόρων συστατικών μερών του τελικού προϊόντος με τρόπο τέτοιον που να προλαβαίνει στενότητες και μπλοκαρίσματα (Sayer, 1986). Αυτό το πρόβλημα επιτείνεται καθώς ο συντονισμός και συγχρονισμός επιμέρους εργασιών περιπλέκεται από τη γεωγραφική διασπορά της παραγωγικής διαδικασίας (Roobeek, 1987).
3. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η κατά το δυνατόν απρόσκοπτη λειτουργία της συνεχούς γραμμής παραγωγής χρειάζεται η αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων εισροών (πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων) αλλά και τελικών προϊόντων, ώστε να αντιμετωπίζονται ξαφνικές αυξήσεις στη ζήτηση. Αυτά τα αποθέματα έχουν σημαντικό κόστος που αυξάνει ακόμα περισσότερο όταν απαιτείται αλλαγή στις προδιαγραφές του παραγόμενου αγαθού (Sayer, 1986).
4. Ο ποιοτικός έλεγχος αποτελεί ίσως την αχίλλειο πτέρνα του φορντικού συστήματος. Σε εποχή αβεβαιότητας και αυξημένου ανταγωνισμού, το κόστος των ελαττωματικών προϊόντων αποκτά κρίσιμες διαστάσεις για την επιχείρηση, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι αυξάνει την ανάγκη για αποθέματα. Τα προβλήματα της ποιότητας δεν σταματούν στα προϊόντα αλλά αγκαλιάζουν και τις συνθήκες εργασιακού χώρου που συχνά οδηγούν σε απουσίες αλλά και σε ποικίλες μορφές ενεργητικής και παθητικής εργατικής αντίστασης (που σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να φτάσει μέχρι και στο σαμποτάζ) (Roobeek, 1987).
5. Οι απόμακρες σχέσεις με τους προμηθευτές δημιουργούν προβλήματα που σχετίζονται με αραιές παραλαβές (μεγάλων ποσοτήτων), προβλήματα ποιοτικού ελέγχου των εισροών και επιτείνουν την αδυναμία προσαρμογής στα μεταβαλλόμενα σήματα της αγοράς (Sayer, 1986).
6. Στο επίπεδο της άσκησης ρυθμιστικής πολιτικής μέσα στα εθνικά όρια άρχισαν να εμφανίζονται προβλήματα αναποτελεσματικότητας. Και αυτό γιατί η ολοένα εντεινόμενη διεθνοποίηση της παραγωγής σε κάποιους κλάδους έβαζε εμπόδια στην άσκηση αντικυκλικής κεϋνσιανής πολιτικής, μια και το σύστημα είχες ρωγμές και ανοίγματα τέτοια που επέτρεπαν διαρροές των ωφελειών πέρα από τα όρια της εθνικής αγοράς (Roobeek, 1987).
7. Τέλος, πάλι γύρω από το θέμα της ρύθμισης του φορντικού συστήματος, έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η τάση των μεγάλων επιχειρήσεων να χωροθετούν μέρος της παραγωγής τους σε οικονομίες χαμηλού εργατικού κόστους, αναγκαστικά έσπασε το συναινετικό δόγμα της σύνδεσης των μισθών με την παραγωγικότητα (Roobeek, 1987).
Η άποψη ότι ο φορντισμός υπέκυψε κάτω από το βάρος των ίδιων του των ενδογενών προβλημάτων δεν είναι αποδεκτή από όλους τους μελετητές του θέματος αυτού. Οι Coriat και Boyer, για παράδειγμα, παρατηρούν ότι η θεωρία της νομοτελειακής κρίσης του φορντισμού είναι υπεραπλουστευτική και αδυνατεί να κατανοήσει ότι στην πραγματικότητα το σύστημα διέθετε κάποιους ρυθμιστικούς μηχανισμούς προσαρμογής που του επέτρεπαν κάποιο βαθμό ευελιξίας (τόσο στο μικροοικονομικό όσο και στο μακροοικονομικό πεδίο, όπως: διακυμάνσεις στις αποθηκευμένες ποσότητες, ρυθμίσεις στη διάρκεια της εργασίας, απολύσεις κ.λπ.). Το επιχείρημα εδώ είναι ότι το φορντικό σύστημα ήταν τόσο ευέλικτο και προσαρμοστικό όσο επέβαλλαν οι συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε. Στις συνθήκες των δεκαετιών του '50 και του '60, το σύστημα διέθετε την προσαρμοστικότητα που χρειαζόταν προκειμένου να ανταπεξέλθει επιτυχώς στις μικρές διακυμάνσεις της εποχής. Αν τώρα μας φαίνεται εξαιρετικά άκαμπτο, είναι γιατί οι συνθήκες άλλαξαν και οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί αδυνατούν πλέον να παίξουν αποτελεσματικά το ρόλο τους.
Σε κάθε περίπτωση, η ακαμψία, όπως και αν γίνεται αντιληπτή (είτε ως εγγενές είτε ως συγκυριακό πρόβλημα) φαίνεται να βρίσκεται στην καρδιά των προβλημάτων που σήμερα αντιμετωπίζει το φορντικό σύστημα. Και είναι η αναζήτηση περισσότερης ευελιξίας το σημείο εκείνο που σημαδεύει τη σημερινή μεταβατική περίοδο. Έτσι, η αρχή της ευελιξίας δείχνει να αποτελεί μια από τις κεντρικές συνιστώσες των αναδυόμενων υποδειγμάτων βιομηχανικής οργάνωσης, είτε αυτά λέγοναι «νεοφορντικά», ή «μεταφορντικά» (Lipietz, 1987, Leborgne & Lipietz, 1987, Roobeek, 1987), είτε λέγονται «ευέλικτη εξειδίκευση» (Piore & SΔbel, 1983, 1984, SΔbel & Zeitlin, 1985, Tolliday & Zeitlin, 1987, Stopper & Scott, 1988), είτε λέγονται «ευέλικτη αυτοματοποίηση» (Boyer & Coriat, 1986, Stopper, 1988), είτε, τέλος λέγονται «τεχνοοικονομικό υπόδειγμα εντάσεως πληροφορίας» (Ferez, 1985, Freeman & Ferez, 1986).
Το περιεχόμενο όμως που αποκτά η έννοια της ευελιξίας δεν είναι δεδομένο. Για την ακρίβεια, η ευελιξία μοιάζει να είναι μια εξαιρετικά πολυσήμαντη έννοια που διατρέχει τον κίνδυνο να αποτελέσει εστία συγχύσεων μάλλον παρά αναλυτικό εργαλείο. Παραπέμπει σε ευελιξία προϊόντων, ποσοτήτων και ποιοτήτων, αλλά και ποικιλία μορφών και μεθόδων παραγωγής (δηλαδή τεχνική και τεχνολογική ευελιξία) ώστε να εξασφαλίζεται η γρήγορη και αποτελεσματική προσαρμογή σε τυχόν αλλαγές της ζήτησης. Ακόμα, η έννοια της ευελιξίας έχει σχεδόν ταυτιστεί με την ανταγωνιστική στρατηγική εκείνη, που αναπροσανατολίζει τον ορίζοντα της παραγωγής μακριά από τυποποιημένες αγορές αλλά προς την κατεύθυνση μικρότερων μεριδίων αγοράς με ειδικές προδιαγραφές και απαιτήσεις (ευελιξία στη στρατηγική του μάρκετιυγκ). Σε κάθε περίπτωση, η ευελιξία είναι «το σλόγκαν της μεταβατικής περιόδου που διατρέχουμε» (Zysman & Cohen, 1987). Κι αυτό γιατί μέσα από ποικίλους και συχνά αντιφατικούς πειραματισμούς, το σύστημα εισάγει κάποια ποιοτικά νέα στοιχεία που οδηγούν σε νέους τύπους παραγωγικής διάρθρωσης. Τέτοια νέα στοιχεία είναι:
1. Έμφαση στο σχεδιασμό των προϊόντων.
2. Σταθερή και μόνιμη καινοτομία προϊόντων και μεθόδων παραγωγής με χρήση προγραμματιζόμενων και ευέλικτων μηχανημάτων πολλαπλής χρήσης, καθώς και ευέλικτων «συμβολαίων εργασίας».
3. Συστήματα διανομής «τελευταίας στιγμής» (μειώνοντας έτσι τα δαπανηρά αποθέματα).
4. Αποκέντρωση της παραγωγής, αυξανόμενη σημασία υπεργολάβων και αναβάθμιση της υπεργολαβικής σχέσης (με στενότερη συνεργασία ανάμεσα στις δύο πλευρές, μείωση της εξάρτησης του υπεργολάβου, διάχυση τεχνολογίας και τεχνογνωσίας καθώς και δυνατοτήτων σχεδιασμού).
5. Νέες (και στενότερες) σχέσεις ανάμεσα στις επιχειρήσεις και τους προμηθευτές τους, καθώς και ανάμεσα στις επιχειρήσεις και στους πελάτες τους. Αυτό προσδίδει στο οικονομικό σύμπλεγμα μια φυσιογνωμία «εντάσεως συναλλαγών και συντονισμού» (Stopper & Scott, 1988, Dunford, 1988).
6. Νέα ανταγωνιστική στρατηγική, όχι πλέον απόλυτα συνδεδεμένη με την τιμή όσο με την ποιότητα και τα ευρύτερα χαρακτηριστικά του προϊόντος (κυρίως ο σχεδιασμός - design) (Abernathy, Clark & Kantrow, 1983, Piore & SΔbel, 1984, Best, 1986, Zysman & Cohen, 1987).
Όλες αυτές οι αλλαγές απαιτούν ένα διαφορετικό είδος υποδομής με έμφαση σε αναπτυγμένες τηλεπικοινωνίες και στην επεξεργασία πληροφοριών (Perez, 1985, Piore & SΔbel, 1984, Zeitlin, 1987, Stopper & Scott, 1988, Harvey, 1987, Janssen & Hoogstraten, 1987). Επιπλέον, όλες αυτές οι αλλαγές απαιτούν σημαντικούς μετασχηματισμούς τόσο στα εργαλεία όσο και στους στόχους της οικονομικής πολιτικής καθώς φαίνεται να αλλάζουν περιεχόμενο μια σειρά έννοιες κλειδιά όπως ιδιοκτησία, άσκηση ελέγχου, εθνικοποίηση, έλεγχος ξένων επενδύσεων κ.λπ. Αυτές οι αλλαγές προσδίδουν μεγαλύτερη ευελιξία στις λειτουργίες του κράτους, κάτι που έχει οδηγήσει κάποιους να μιλήσουν για τη συγκρότηση του «ευέλικτου κράτους» (Best, 1986, R. Murray, 1987).
Το ερώτημα που γεννιέται είναι κατά πόσον αυτές οι εξελίξεις αποτελούν κάτι το εντελώς νέο με ριζικές διαφορές σε σύγκριση με το παρελθόν. Σε αυτό το σημείο οι απόψεις διχάζονται και καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα που ξεκινάει από τον εντοπισμό μιας «νέας βιομηχανικής εποχής» (Perez, 1983 & 1985, Freeman & Perez, 1986, Piore & SΔbel, 1984, Tolliday & Zeitlin, 1987, Lash & Urry, 1987) μέχρι την άποψη ότι τα καινούργια στοιχεία απλά υποδηλώνουν τον εκσυγχρονισμό του παλιού και γνωστού φορντικού συστήματος στις νέες συνθήκες (νεοφορντισμός ή μεταφορντισμός) (Coriat, 1980, Boyer & Coriat, 1986, Harvey, 1987, Zysman & Cohen, 1987). Μια «ενδιάμεση» τοποθέτηση υποστηρίζει ότι τα νέα φαινόμενα αποτελούν τους τρόπους με τους οποίους ο φορντισμός προσπαθεί να αντεπεξέλθει στα προβλήματα της ύφεσης που τον εμποδίζουν στην ανάπτυξή του. Όμως, μέσα από αυτήν τη διαδικασία προσαρμογής, μεταμορφώνεται με τέτοιο τρόπο (τεχνολογικό, οργανωτικό και ρυθμιστικό) που αλλάζει ουσιαστικά φυσιογνωμία ώστε να αποτελεί τελικά κάτι το ποιοτικά νέο (Murray, R., 1987, Stopper, 1987).
2. Η Ευέλικτη Εργασιακή Διαδικασία
Στόχος της ευέλικτης εργασιακής διαδικασίας είναι η έγκαιρη και αποτελεσματική ανταπόκριση στις αέναα μεταβαλλόμενες συνθήκες της ζήτησης. Έτσι τον τόνο στην παραγωγή δεν τον δίνει η προσφορά (όπου οι επιχειρήσεις μεγιστοποιούν την παραγωγή πανομοιότυπων προϊόντων) αλλά η ζήτηση. Εδώ, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα βασίζεται κατά κύριο λόγο στην ικανότητα των παραγωγών να ανταποκρίνονται σε έντονα διαφοροποιημένες αγορές και σε ετερογενή υποδείγματα κατανάλωσης. Αυτές όμως οι αλλαγές στις προδιαγραφές των προϊόντων αναγκαστικά συνεπάγονται αλλεπάλληλες ρυθμίσεις των μηχανημάτων, που ανακόπτουν τη συνεχή ροή της γραμμής παραγωγής (νεκροί χρόνοι) και αυξάνουν το κόστος.
Η εισαγωγή μηχανημάτων γενικής (πολλαπλής) χρήσης, καθώς και η ανάπτυξη ευέλικτων συστημάτων εργασίας, επιτρέπουν τη μείωση των νεκρών χρόνων. Οι εργαζόμενοι/ες που δουλεύουν τις μηχανές πρέπει επίσης να είναι ικανοί/ες να τις ρυθμίζουν πολλαπλά καθώς και να τις συντηρούν (και να τις επισκευάζουν σε «ελαφριές» περιπτώσεις). Τούτο αποτελεί όχι απλά μιαν αντιστροφή της ιστορικής τάσης γύρω από τον καταμερισμό της εργασίας, αλλά ξαναδίνει πίσω στους εργάτες στις εργάτριες ένα ευρύ φάσμα τεχνικών δεξιοτήτων που είχαν απωλέσει, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται σε ευρύτερα καθήκοντα (Kaplinsky, 1987). Έτσι αναδεικνύεται μια νέα εργασιακή διαδικασία που χαρακτηρίζεται από πολυειδίκευση και συνεχή επανειδίκευση, σε αντιδιαστολή με τη φορντική τάση της υποβάθμισης των τεχνικών δεξιοτήτων των εργαζομένων μέσα από τον εντεινόμενο καταμερισμό της εργασίας (SΔbel, 1982 1986, 1989, Piore & SΔbel, 1984, Zeitlin, 1985,1987, Kaplinsky, 1987, 1989).
H ευελιξία φέρνει μαζί της κι άλλες αλλαγές που ξεπερνούν τη διατάραξη της συνεχούς γραμμής παραγωγής και τις αναβαθμισμένες τεχνικές δεξιότητες των εργαζομένων. Παύουν, για παράδειγμα, να είναι πλέον τόσο αναγκαία τα ψηλά αποθέματα. Το πρώτο αποτέλεσμα που φέρνει η δραστική μείωση των αποθεμάτων είναι μια σοβαρή ελάττωση του κόστους της παραγωγής, αλλά και του επιχειρηματικού κινδύνου μέσα σε περιβάλλον αβεβαιότητας γύρω από τη μελλοντική εξέλιξη της ζήτησης.
Η προσπάθεια μείωσης των αποθεμάτων σαν ένας τρόπος για τον περιορισμό του κόστους της παραγωγής, φέρνει στο προσκήνιο το πρόβλημα του ποιοτικού ελέγχου. Ελαχιστοποίηση αποθεμάτων που λειτουργούν ως βαλβίδα ασφαλείας για την περίπτωση που κάτι θα στραβώσει, συνεπάγεται μια πολιτική «μηδενικού σφάλματος» που να εξασφαλίζει ότι τίποτα δεν θα πάει στραβά. Τούτη η πολιτική «μηδενικού σφάλματος» έχει σοβαρές επιπτώσεις στο ρόλο που παίζουν οι εργαζόμενοι/ες μέσα στο εργοστάσιο, καθώς η ελαχιστοποίηση των ελαττωματικών προϊόντων παύει να είναι αποκλειστική υπόθεση εκείνων που ασχολούνται με τον ποιοτικό έλεγχο (στην άκρη της αλυσίδας παραγωγής) και γίνεται υπόθεση όλων. Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν, ένα μέρος από την άσκηση ελέγχου πάνω στην παραγωγική διαδικασία επιστρέφει στην εργασία, κάτι που είχε στερηθεί στη φάση της μαζικής παραγωγής.
Επιπλέον, στο σύστημα της ευέλικτης συσσώρευσης, μέρος της ευθύνης για μικρές οριακές τεχνικές αλλαγές, επαφίεται στο εργατικό δυναμικό μέσα στο εργοστάσιο, ενθαρρύνοντας ένα σχήμα προτάσεων για βελτίωση τόσο των μεθόδων παραγωγής όσο και των ίδιων των προϊόντων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο στόχος της κινητοποίησης, της συμμετοχής και της εμπλοκής της εργασίας ως μέσου για την ενδυνάμωση των συμφερόντων της επιχείρησης, δεν αποτελεί κάτι ολότελα ξένο ακόμα και για το φορντικό σύστημα. Ο Friedman, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι οι εργασιακές σχέσεις κινούνται σε ένα συνεχές φάσμα του οποίου οι δύο πόλοι είναι «Υπεύθυνη Αυτονομία» από τη μια και «Άμεσος Έλεγχος» από την άλλη (Friedman, 1986). Σε παρόμοια συμπεράσματα κατέληξαν και άλλοι μελετητές, όπως ο Schmitz (1985) που επισημαίνει ότι υπάρχει πάντα μια εξισορρόπηση ανάμεσα στον άμεσο στυγνό έλεγχο από τη μια πλευρά και την καινοτομία, συμμετοχή, υποκίνηση από την άλλη. Πολυσθενείς τεχνικές δεξιότητες που ενθαρρύνονται μάλιστα από το κεφάλαιο μπορούν τελικά να εντοπιστούν σε οποιαδήποτε εργασιακή διαδικασία (Ηyman, 1988). Το καινούργιο σήμερα είναι ο βαθμός στον οποίο συναντά κανείς τέτοιες πρακτικές.
Αυτή η συμμετοχή των εργαζομένων δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί ως δείγμα ότι το μάνατζμεντ (διεύθυνση, διοίκηση) μιας επιχείρησης χάνει το ρόλο του στην ευέλικτη συσσώρευση. Αν και οι ιεραρχίες τείνουν να γίνονται περισσότερο επίπεδες, οι λειτουργίες του μάνατζμεντ διατηρούν την επικαιρότητά τους. Απλά αποκτούν διαφορετικό προσωπείο, ενώ ο στόχος παραμένει σταθερά ο ίδιος: η εξασφάλιση δηλαδή ότι η αξιοποίηση του κεφαλαίου κρατάει και θα κρατήσει το προβάδισμα. Γεννιέται ωστόσο το ερώτημα: μήπως η αναβάθμιση των τεχνικών δεξιοτήτων και του εργατικού ελέγχου έρχεται σε αντίθεση με την εσωτερική λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης; Η άποψη μου, που αναπτύσσεται στη συνέχεια, είναι ότι αυτό δεν είναι αναγκαίο.
Το ζήτημα της αναβάθμισης των τεχνικών δεξιοτήτων των εργαζομένων μέσα σε καθεστώς ευέλικτης συσσώρευσης είναι αρκετά αντιφατικό και αμφισβητούμενο. Η αισιόδοξη εκδοχή (που τείνει συστηματικά να εξιδανικεύει τις αρετές της ευελιξίας) υποστηρίζει ότι το ευέλικτο υπόδειγμα της βιομηχανικής οργάνωσης τείνει να οδηγεί σε διεύρυνση των τεχνικών δεξιοτήτων και του ελέγχου που ασκούν οι εργαζόμενοι/ες στο αντικείμενο της εργασίας τους. Και καθώς η εργασία θα γίνεται περισσότερο πολυειδικευμένη, οι μισθοί θα ανεβαίνουν. Επιπλέον, το κεφάλαιο θα αναγκάζεται να εγκαταλείπει τις αυταρχικές εκείνες μεθόδους ελέγχου, παραχωρώντας έτσι μεγαλύτερη σιγουριά απασχόλησης, δεδομένου ότι εργαζόμενοι/ες ψηλής ειδίκευσης δεν είναι εύκολα αναπληρώσιμοι/ες (Best, 1984). Τέλος, η έμφαση στην ποιότητα των προϊόντων αντί στην τιμή, αδυνατίζει την πίεση του κεφαλαίου για περικοπές των αμοιβών ως πρωταρχικού συστατικού μιας στρατηγικής μείωσης του κόστους παραγωγής (Piore & SΔbel, 1984, Best, 1986, Zeitlin, 1987).
Αυτές οι αισιόδοξες απόψεις ωστόσο δεν αποτελούν αντικείμενο ευρείας συναίνεσης: έχουν δεχτεί αυστηρότατη κριτική (Gough, 1986, F.Murray, 1987) επειδή:
Πρώτον, ενώ είναι αλήθεια ότι δημιουργούνται νέες τεχνικές δεξιότητες και ειδικότητες, συνήθως οι τελευταίες τείνουν να είναι απλούστερες και άρα προσφέρουν μικρότερη και όχι περισσότερη διαπραγματευτική δύναμη στο εργατικό δυναμικό (Sayer, 1986, Gough, 1986).
Δεύτερο, καθώς δημιουργούνται νέες τεχνικές δεξιότητες, κάποιες άλλες υποβαθμίζονται. Ορισμένες ειδικότητες και θέσεις σχεδιαστών αποειδικεύονται με την εισαγωγή των μικροϋπολογιστών και των συστήματος της πληροφορικής (CAD, για παράδειγμα) (Gough, 1986).
Τρίτον, ελλοχεύει ο κίνδυνος της διχοτόμησης και της πόλωσης στην αγορά εργασίας, ανάμεσα σε έναν «κορμό» εργαζομένων με ψηλές τεχνικές δεξιότητες από τη μια μεριά, και σε μια «περιφέρεια» ανειδίκευτων και επισφαλών εργαζομένων από την άλλη. Υπάρχουν ενδείξεις μάλιστα ότι ενώ η πρώτη κατηγορία τείνει να μειώνεται αριθμητικά και ποσοστιαία, η δεύτερη αντίθετα τείνει να πληθαίνει (Gough, 1986, Dunford, 1988, Ηyman, 1988). Είναι λοιπόν αμφισβητήσιμο κατά πόσο η αναβάθμιση των τεχνικών δεξιοτήτων αφορά όλους τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες, ή μόνο μέρος αυτών.
Τέταρτο, κάποιες περιπτώσεις ευέλικτων παραγωγικών συστημάτων στην Ιταλία και αλλού δείχνουν ότι συχνά η ευημερία των απασχολούμενων μέσα στις ευέλικτες επιχειρήσεις συνοδεύεται από, και προϋποθέτει την, υπερεκμετάλλευση κάποιων κρυμμένων, αόρατων «εξωτερικών» εργαζομένων, των οποίων η εργασία παράγει απόλυτη και όχι τόσο σχετική υπεραξία (F.Murray, 1987, Mattera, 1980, Solinas, 1982). Αυτή η διάσταση ωστόσο μπορεί να συνιστά ή να μην συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την ευρωστία του υποδείγματος. Ιδιαίτερα από μια μαρξιστική σκοπιά υπάρχει η άποψη ότι το κεφάλαιο θα τείνει να προτιμά εκείνες τις μορφές απασχόλησης που του εξασφαλίζουν την παραγωγή σχετικής υπεραξίας και όχι απόλυτης (και άρα δεν μπορεί να στηρίζεται μακροπρόθεσμα σε εκμεταλλευτικές σχέσεις που παράγουν απόλυτη υπεραξία: «μαύρη εργασία» κ.λπ). Πάντως είναι σαφές ότι τα προβλήματα που σχετίζονται με την απασχόληση είναι σύνθετα και δεν επιδέχονται «εύκολες» ερμηνείες.
Και πέμπτο, φαίνεται ότι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στην οικοδόμηση συλλογικών οργανώσεων και εργατικής αλληλεγγύης εξ αιτίας:
α) της ανασφαλούς και επισφαλούς απασχόλησης (Gough, 1986, F. Murray, 1987).
β) του κινδύνου ενσωμάτωσης των εργαζομένων στον ιστό των συμφερόντων της επιχείρησης, καθώς και της πιθανής ισχυρής ταύτισής τους με την επιχείρηση (Berger, 1981, Gough, 1986, F. Murray, 1987).
γ) Η λεγόμενη ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων που απορρέει από το επίπεδο της τεχνικής δεξιότητας είναι κατ' ανάγκη άνιση, καθώς πηγάζει από την εκμετάλλευση των διαφοροποιήσεων που σημειώνονται στο εσωτερικό της αγοράς εργασίας, και, το σημαντικότερο, ενθαρρύνει τους εργαζόμενους όχι απλά να περιφρουρήσουν αλλά και να εντείνουν αυτές τις ανισότητες (Gough, 1986, F. Murray, 1987).
δ) Τέλος, ο μηχανισμός πρόσβασης στις ειδικευμένες θέσεις εργασίας τείνει να στηρίζεται και να αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες, καθώς οι ρυθμιστικοί παράγοντες είναι το φύλο, η ηλικία, η εθνικότητα και οι οικογενειακές διασυνδέσεις (Solinas, 1982, Cockburn, 1982, F. Murray, 1987). Συνεπώς «η εκμετάλλευση της τεχνικής δεξιότητας ως μείζον διαπραγματευτικό όπλο,...., τείνει να στηρίζεται σε και να αναπαράγει αντιδραστικές διακρίσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους στις εργαζόμενες» (Gough, 1986: 69).
Ένα παράδειγμα που επιβεβαιώνει αρκετά από τα παραπάνω είναι η έρευνα που έγινε στην αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία (Stopper & Christopherson, 1986, 1987). Τα ευρήματα υποστηρίζουν ότι συντελείται μια μετάβαση από το φορντισμό προς την κατεύθυνση ευέλικτων σχημάτων (πιο συγκεκριμένα μιλούν για ευέλικτη εξειδίκευση), με χαρακτηριστικό γνώρισμα το εξής: Από τη στιγμή που η κλίμακα της παραγωγής συμπιέστηκε (μίκρυνε) ήρθε και το τέλος των μακρόχρονων συμβολαίων καθώς και μια δραματική αλλαγή στο υπόδειγμα της ζήτησης εργασίας. Η συνολική απασχόληση αυξήθηκε αλλά η συνολική ποσότητα εργασίας έμεινε η ίδια. Έτσι, μια μεγαλύτερη μάζα εργαζομένων άρχισε να ανταγωνίζεται για τη διαθέσιμη δουλειά, με το μεγαλύτερο μέρος να εργάζεται αποσπασματικά και σε βάση μερικής απασχόλησης. Η φύση των σχέσεων εργασίας άλλαξε ριζικά και τα δύο νέα χαρακτηριστικά που τείνουν πια να κυριαρχούν είναι α) η ανασφάλεια, η έλλειψη προστασίας, και 6) μια αλυσίδα νέων διακρίσεων στην αγορά εργασίας.
Η προηγούμενη συζήτηση δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί ως συνολική απόρριψη κάθε πλεονεκτήματος που ενδεχόμενα να συνεπάγεται η ευέλικτη εργασιακή διαδικασία για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες. Απλά στοχεύει να προειδοποιήσει για τις νέες δυσκολίες που φέρνει και που πρέπει να μετριάζουν τους τόνους εξιδανίκευσης. Από την πλευρά μου τείνω να υιοθετήσω μια «ενδιάμεση θέση» που υποστηρίζει ότι η ευέλικτη στρατηγική αναδιάρθρωσης όπως την προκρίνει το κεφάλαιο δεν είναι σχεδόν ποτέ ευεργετική για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες. Γι' αυτό αναδεικνύεται η ανάγκη για κρατική και συλλογική εργατική παρέμβαση, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η αναδιάρθρωση δεν γίνεται σε βάρος της εργασίας. Αυτή η παρέμβαση δεν θα πρέπει να έχει «αμυντικό χαρακτήρα» αν θέλει να είναι αποτελεσματική. Αναγνωρίζοντας την κρίση του φορντικού συστήματος καθώς και την ανάγκη για ευελιξία, μια «επιθετική» παρέμβαση από την πλευρά των συνδικάτων (για παράδειγμα) θα ήταν να προωθεί την ευελιξία πακέτο με μια σειρά εγγυήσεις γύρω από την ποσότητα και την ποιότητα της απασχόλησης (π.χ. ο «συμβιβασμός» Σουηδικού τύπου όπου τα συνδικάτα συμφώνησαν για πραγματική μείωση των αποδοχών -για ένα διάστημα- με αντάλλαγμα τη συγκράτηση μείωση της ανεργίας και τη βελτίωση των συνθηκών δουλειάς καθώς και τη βελτίωση όρων απασχόλησης -και αμοιβών- για τους χαμηλόμισθους - κυρίως γυναίκες [Leborgne & Lipietz, 1987, Hirst & Zeitlin, 1989]).
Στο στοίχημα της ευέλικτης αναδιάρθρωσης ποντάρουν και το κεφάλαιο και η εργασία. Η τελική αποκρυστάλλωση θα φέρνει τη σφραγίδα της ιδιαίτερης συμβολής και φυσιογνωμίας τόσο της στρατηγικής του κεφαλαίου όσο και αυτής της εργασίας. Αν η εργασία παραιτηθεί από το εγχείρημα τότε το πρόσωπο της ευέλικτης αναδιάρθρωσης ίσως είναι κοινωνικά αποκρουστικό.
Η ευέλικτη αναδιάρθρωση, λοιπόν, στο κοινωνικό πεδίο αποτελεί αντικείμενο ανταγωνισμού μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, όχι τόσο γύρω από το σκέλος της ευελιξίας, αλλά κυρίως γύρω από το ποιος θα σηκώσει το βάρος της ευελιξίας αυτής.
Αλλά και στο εσωτερικό του κόσμου που συγκροτεί «το κεφάλαιο» γενικά, η εικόνα δεν είναι αρραγής και οι επιδιώξεις των διαφόρων κατηγοριών του κεφαλαίου δεν ταυτίζονται (συμπίπτουν) πάντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι επικρατεί ακόμα μια «φορντική αδράνεια» σε πολλούς μελετητές, που εξακολουθούν να ταυτίζουν το κεφάλαιο αποκλειστικά με το μεγάλο μέγεθος. Όμως ο μεταφορντικός πλουραλισμός συγκροτείται και από επιχειρηματική δυναμικότητα μικρής κλίμακας που παίζει -κάτω από όρους- σοβαρό αναδιαρθρωτικό αναπτυξιακό ρόλο. Τα δύο παραδείγματα που ακολουθούν καταπιάνονται με αυτό ακριβώς το φαινόμενο.
3. ΜετάΦορντισμός και «Αναγέννηση» της μικρομεσαίας κλίμακας
3.1 Ευέλικτη αναδιάρθρωση με στρατηγικές πρωτοβουλίες στο επίπεδο της επιχείρησης: Βenetton = ευελιξία και έλεγχος «άνωθεν»
Αυτό που σήμερα αποκαλείται «όμιλος επιχειρήσεων Βenetton», ξεκίνησε ως μια οικογενειακή επιχείρηση στα τέλη της δεκαετίας του '60. Πολλοί αποδίδουν την εντυπωσιακή και ραγδαία της ανάπτυξη σε έναν ιδιότυπο συνδυασμό ευελιξίας, αποκέντρωσης στην παραγωγή από τη μια μεριά, και ελέγχου στον σχεδιασμό, στη διαδικασία της βαφής και, κυρίως, στα δίκτυα διανομής από την άλλη.
Το πρώτο μαγαζί Βenetton άνοιξε το 1968. Το 1978 τα προϊόντα τα διέθεταν 1.000 αποκλειστικά μαγαζιά που 9 χρόνια αργότερα έφτασαν τον αριθμό 4.200 σε 53 διαφορετικές χώρες. Οι πωλήσεις ανέβηκαν από $70 εκατ. το 1978, σε $365 εκατ. το 1984, και σε $700 εκατ. το 1986. Στα 7 τελευταία χρόνια ο ρυθμός μεγέθυνσης ξεπερνούσε το 45% το χρόνο (δηλαδή πάνω από 30% το χρόνο σε σταθερές τιμές). Η αύξηση των πωλήσεων επιτεύχθηκε μέσα από την επέκταση του δικτύου των μαγαζιών Βenetton σε ολόκληρο τον κόσμο (μέσα στην Ευρώπη αρχικά και στη συνέχεια και έξω από αυτήν) (Rullani & Zanfrei, 1988).
Ένα από τα στοιχεία που κάνουν το υπόδειγμα Βenetton να ξεχωρίζει είναι η παραγωγική αποκέντρωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι τουλάχιστον το 70% της προστιθεμένης αξίας δημιουργείται σε σχετικά μικρές υπεργολαβικές μονάδες στις περιοχές κοντά στα βασικά εργοστάσια Βenetton (Belussi, 1987).
Έτσι, από την άποψη της απασχόλησης οι άμεσα απασχολούμενοι είναι μόνο 1.300, από τους οποίους οι 750 είναι μοιρασμένοι σε 7 μονάδες μεσαίου μεγέθους. Οι 7 παραγωγικές μονάδες είναι διασκορπισμένες στην Ιταλία (3), Γαλλία (1), Σκωτία (1), Ισπανία (1) και Β. Καρολίνα (1).
Οι υπεργολαβικές επιχειρήσεις είναι ανεξάρτητες και στην πλειοψηφία τους εργάζονται για πολύ καιρό αποκλειστικά με την εταιρία. Έχει δημιουργηθεί δηλαδή μια μακριά παράδοση συνεργασίας που έχει επιδράσει όχι μόνο στις ικανότητες και στην ειδίκευση των υπεργολάβων, αλλά και στην τεχνολογική τους υποδομή που είναι κατά κανόνα ανάλογη με αυτήν της μητρικής επιχείρησης (σε ότι αφορά το know how) (Rullani & Zanfei, 1988).
Η ραγδαία επέκταση σε νέες αγορές σε ολόκληρο τον κόσμο διευκολύνθηκε σημαντικά από το σύστημα του ηλεκτρονικού ελέγχου των πωλήσεων ανά πάση στιγμή. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα χιλιάδες μαγαζιά Βenetton καθώς διαθέτουν το σύστημα EPOS (Electronic Point Of Sales) μεταβιβάζουν σε συνεχή ροή τις πληροφορίες γύρω από τις πωλήσεις τους στον κεντρικό υπολογιστή της εταιρίας στην Ιταλία που ανάλογα ρυθμίζει και την παραγωγή, σύμφωνα με τις τελευταίες κάθε φορά κινήσεις της ζήτησης (Belussi, 1987).
Η ταχύτητα ανταπόκρισης στις τάσεις εντελώς διαφορετικών και ανομοιογενών αγορών δεν επιτυγχάνεται μόνο με την παραγωγική αποκέντρωση, που ασφαλώς εξασφαλίζει μιαν αυξημένη ευελιξία στην επιχείρηση. Σημαντικότατο ρόλο παίζει εδώ και η εφαρμογή μιας καινοτομίας της εταιρίας που μειώνει αισθητά τους χρόνους παράδοσης. Στα πλεκτά, ένα ποσοστό 30% της παραγωγής σε κάθε σαιζόν βάφεται μετά την κατασκευή. Δηλαδή πλέκεται στο φυσικό χρώμα του μαλλιού (ή του βαμβακερού) και βάφεται μόνο αφού εκδηλωθούν οι προτιμήσεις των διαφόρων αγορών (η αγορά του Tokyo, για παράδειγμα, θα είναι κατά πάσα πιθανότητα διαφορετική από αυτήν της Μέσης Ανατολής, και οι δύο αγορές ωστόσο είναι αρκετά δύσκολο να προβλεφθούν με ακρίβεια πριν από το ξεκίνημα της κάθε σαιζόν). Το ποσοστό των πλεκτών που κατασκευάζονται χωρίς χρώμα δεν ξεπερνάει συνήθως το 30% επειδή συνεπάγεται σχετικά ψηλότερο κόστος.
Αξίζει να τονιστεί ότι τα μαγαζιά του δικτύου Βenetton σε ολόκληρο τον κόσμο δεν ανήκουν στην ίδια την επιχείρηση αλλά είναι συνδεδεμένα μαζί της με δεσμούς αποκλειστικότητας. Το 1987 λειτουργούσαν περίπου 4.200 μαγαζιά Βenetton σε όλο τον κόσμο, με συμφωνίες για επέκταση του δικτύου στην Ινδία, την Κίνα, τη Σοβ. Ενωση και τις Φιλιππίνες. Σύμφωνα με στοιχεία για το 1984, από αυτά τα μαγαζιά μόνο 20 ανήκουν στην οικογένεια Βenetton, ενώ τα υπόλοιπα ανήκουν σε 100 περίπου επιχειρηματίες (Confindustria, 1984).
Υπάρχουν 75 επιχειρήσεις που λειτουργούν ως εμπορικοί πράκτορες των προϊόντων (δηλαδή συγκεντρώνουν παραγγελίες, επιβλέπουν και προωθούν τις πωλήσεις). Επιπλέον υπάρχουν άλλες 2.500 επιχειρήσεις στις οποίες ανήκουν τα 4.200 μαγαζιά όπου πωλούνται τα προϊόντα Βenetton. Η οικονομική λογική για μια τέτοια οργάνωση των πωλήσεων είναι διπλή: Από τη μια πλευρά εξασφαλίζεται μια ευρύτατη επαφή με τους καταναλωτές και τις μεταβαλλόμενες προτιμήσεις τους. Από την άλλη, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις μιας τέτοιας ανοιχτής πολιτικής κρατιούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, και έτσι δεν στέκονται εμπόδιο στην αέναη επέκταση του συστήματος διάθεσης και διακίνησης. Τα μαγαζιά αυτά είναι υποχρεωμένα να πουλάνε αποκλειστικά μόνο είδη Βenetton και να προωθούν το image που η επιχείρηση επιλέγει κάθε φορά και ελέγχει μέσω των πρακτόρων της. Κατά τα άλλα δεν απαιτείται από τα μαγαζιά η καταβολή εισφοράς προς την επιχείρηση. Όμως, τα μαγαζιά αυτά ενθαρρύνονται να προωθούν τις πωλήσεις στο μέγιστο βαθμό με τη ρύθμιση χαμηλότερων τιμών προς αυτά αν ξεπεράσουν ένα συγκεκριμένο κάθε φορά όριο πωλήσεων (Belussi, 1987).
Έχει υπολογιστεί ότι σε ό,τι αφορά την προμήθεια των πρώτων υλών υπάρχουν βασικά 10 προμηθευτές (που είναι μεγάλες επιχειρήσεις) και πολλές ακόμα μικρές. Ανεξάρτητα πάντως από το μέγεθος της προμηθευτικής επιχείρησης, οι σχέσεις των προμηθευτικών εταιριών με την Βenetton είναι μακρόχρονες και διακρίνονται από κάποια στοιχεία αμοιβαιότητας στην ανάπτυξη των προϊόντων ή το σχεδιασμό. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να υπολογιστεί ο συνολικός αριθμός των συνεργαζομένων επιχειρήσεων ή και υπεργολάβων που δουλεύουν για την επιχείρηση Βenetton. Μονάχα στα πλεκτά, εντός Ιταλίας, έχουν εντοπιστεί γύρω στις 300 επιχειρήσεις που απασχολούν γύρω στους 15.000 με 20.000 εργαζόμενους/ες (και αναλαμβάνουν περίπου το 40% του πλεξίματος, 60% της βαφής των πλεκτών, και 80% από τις εργασίες φινιρίσματος). Αυτές οι υπεργολαβικές επιχειρήσεις μπορούν να έχουν κεφάλαια που ελέγχονται ευθέως από την Βenetton, ή να είναι «συνδεδεμένες» επιχειρήσεις, ή ανεξάρτητες μονάδες, ή ακόμα και ομάδες φασονιστριών που δουλεύουν στο σπίτι με το κομμάτι. Η ίδια η επιχείρηση Βenetton έχει υπολογίσει ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στις υπεργολαβικές μονάδες είναι κατά 10% ψηλότερη από αυτήν που θα πραγματοποιούσαν οι εργαζόμενοι/ες μέσα στο εργοστάσιο της Βenetton. Έχει επισημανθεί όμως ότι οι εργασίες που απαιτούν υψηλή ειδίκευση (σχεδιασμός, κοπή, τελική βαφή και σιδέρωμα) τείνουν να συγκεντρώνονται εντός της επιχείρησης (Buxton, 1983).
Αν τα συστήματα ηλεκτρονικού ελέγχου των πωλήσεων (EPOS) εξασφαλίζουν τη σταθερή και εύκολη πρόσβαση στην εικόνα των διακυμάνσεων των αγορών σε ολόκληρο τον κόσμο, και αν ακόμα το αποκεντρωμένο παραγωγικό σύμπλεγμα εξασφαλίζει τη σχετικά γρηγορότερη εκτέλεση των παραγγελιών, και αν η βαφή μετά την κατασκευή συμβάλλει στη σύντμηση του χρόνου που μεσολαβεί μεταξύ παραγγελίας και παράδοσης, υπάρχουν και άλλες συνιστώσες στο εγχείρημα της ευελιξίας που με μεγάλη επιτυχία εφαρμόζει η επιχείρηση Βenetton. Έχει καταφέρει να μειώσει δραστικά το χρόνο που χρειάζεται για σχεδιασμό με Computer Aided Design (CAD). Για σχεδιαστική δουλειά που με το χέρι απαιτεί 24 ώρες, με το σύστημα CAD γίνεται μέσα σε 15 λεπτά (Belussi, 1987).
Άλλη μια κρίσιμη συνιστώσα του εγχειρήματος «ταχύτητα ευελιξία» εξασφαλίζεται με την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών στα συστήματα αποθήκευσης, φόρτωσης και εκφόρτωσης του εμπορεύματος για την επιτάχυνση της διανομής. Η Βenetton παρήγγειλε στην εταιρία Comau που φτιάχνει βιομηχανικά ρομπότ (και είναι θυγατρική της Fiat) να της κατασκευάσει μια αυτοματοποιημένη αποθήκη στο Ρoyzano. Δύο ειδικευμένοι τεχνικοί, ο καθένας από τους οποίους «βοηθιέται» από μια ομάδα 13 ρομπότ, είναι σε θέση να αδειάσουν και να ξαναγεμίσουν (με προγραμματισμένο «έξυπνο» τρόπο) ένα γιγαντιαίο φορτηγό μέσα σε 30 λεπτά της ώρας (Withers & Fawcett, 1984, Mitter, 1986, Belussi, 1987)
Στην περίπτωση Βenetton έχουμε λοιπόν ένα υπόδειγμα εισαγωγής των νέων τεχνολογιών στα πεδία του σχεδιασμού, του συντονισμού, της πληροφόρησης και στο δίκτυο παραγγελίας-διανομής. Ενώ σε πρώτο στάδιο σημειώθηκαν βελτιώσεις και προσαρμογές στα μηχανήματα που είχαν αγοραστεί «δεύτερο χέρι» και δημιουργήθηκε σταδιακά το υπεργολαβικό σύστημα, σε δεύτερη φάση ακολούθησαν σταδιακές τεχνολογικές βελτιώσεις και εισαγωγή συστημάτων πληροφορικής, ενώ τέλος, στη δεκαετία του '80 το υπόδειγμα επιχειρηματικότητας Βenetton διακρίνεται από μια συντονιστική δραστηριότητα διεθνούς βεληνεκούς. Το δίκτυο παραγωγής διανομής Βenetton αποτελείται από μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων διαφορετικών τύπων, προδιαγραφών και χαρακτηριστικών, που διαπλέκονται οργανικά και συνεργάζονται στενά.
Ωστόσο, τις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες στρατηγικής σημασίας τις παίρνει ο πυρήνας αυτού του αποκεντρωμένου παραγωγικού διανεμητικού δικτύου, δηλαδή η ίδια η επιχείρηση Βenetton. Αυτή έχει την τελευταία λέξη στο σχεδιασμό των προϊόντων, στην εισαγωγή νέων συστημάτων οργάνωσης της παραγωγής και των σχετικών πληροφοριών, αυτή συντονίζει τις παραγγελίες και τις ροές πληροφοριών και εμπορευμάτων που συνιστούν το πολυδαίδαλο δίκτυο της διανομής. Από αυτή την άποψη δεν συνιστά κάτι το δραστικά διαφορετικό από τα υποδείγματα εκείνα που εντοπίζουν όλη την αναδιαρθρωτική δυναμική στο εσωτερικό των μεγάλων επιχειρήσεων [Θ. Τσεκούρας, 1989, μεταξύ άλλων].
Έχει όμως κι ένα στοιχείο νέο, το εξής: ένας παραδοσιακός πληθυσμός μικρομεσαίων επιχειρήσεων φαίνεται να ενσωματώνεται κάτω από διαφορετικούς και πολυποίκιλους όρους μέσα σ' αυτό το νέο (μεταμοντέρνο) παραγωγικό σύμπλεγμα. Οι όροι ενσωμάτωσης αυτών των επιχειρήσεων ποικίλλουν και σε γενικές γραμμές αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανά πάσα στιγμή. Πάντως το μεταφορντικό τοπίο με τις αποκεντρωτικές παραγωγικές τάσεις του και τις συγκεντρωτικές διευθυντικές συντονιστικές στρατηγικές του μοιάζει να προσφέρει ένα διαφορετικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι επιμέρους δυνάμεις του κεφαλαίου και οι επιμέρους δυνάμεις της εργασίας καλούνται να φτάσουν σε μια νέα ισορροπία. Όχι όλοι κάτω από τους ίδιους όρους, αλλά πάντως όλοι κάτω από όρους που σαφώς διαφέρουν από εκείνους της προηγούμενης φορντικής εποχής.
3.2 Ευέλικτη Αναδιάρθρωση σενάριο δεύτερο: Συλλογική ευελιξία και συλλογικός έλεγχος - Το παράδειγμα του Prato στην «Τρίτη Ιταλία»
To Prato είναι μια αρκετά μεγάλη πόλη κοντά στη Φλωρεντία, στην Κεντρική Ιταλία. Η περιοχή ειδικεύεται κατά παράδοση στην κλωστοϋφαντουργία, και ιδιαίτερα στα μάλλινα υφάσματα. Οι εξαγωγές των επιχειρήσεων της περιοχής είναι πολύ σημαντικές (το 1984 η αξία των εξαγωγών υφασμάτων ήταν $800 εκατ. και νημάτων $170 εκατ.) και αποτελούν το 50-60% της συνολικής παραγωγής. Οι εξαγωγικές επιδόσεις μάλιστα βελτιώνονται συνεχώς από το 1980. Στην περιοχή του Prato απασχολούνται 66.000 εργαζόμενοι, που κατανέμονται σε 15.000 κλωστοϋφαντουργικές μονάδες (Rullani & Zanfei, 1988). To Prato, στις μέρες μας, αποτελεί μιαν από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις υπερσύγχρονων αργαλειών στον κόσμο, καθώς και παραγωγής εξειδικευμένων μηχανημάτων και εξοπλισμού για τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας (SΔbel, 1989).
Ο μεταποιητικός ιστός της περιοχής αποτελείται από μονάδες διαφορετικών μεγεθών και προδιαγραφών, περισσότερο ή λιγότερο καθετοποιημένες, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα τεχνολογικής δυναμικότητας από παραδοσιακές ως πολύ σύγχρονες. Αυτό που κυριαρχεί πάντως είναι μια έντονη και πολύπλοκη συνεκτική βάση αλληλοτροφοδότησης και συνεργασίας. Ο συντονισμός γίνεται κατά παράδοση από τους λεγόμενους «Impannatori» (που αριθμούν μερικές εκατοντάδες). Αυτοί είναι υπεύθυνοι όχι μόνο για την επαφή των επιχειρήσεων με αγορές και πελάτες, αλλά μοιράζουν τις παραγγελίες, συντονίζουν τις ροές αγαθών και υπηρεσιών, ρυθμίζουν τις προμήθειες πρώτων υλών και γενικά κρατάνε στα χέρια τους ολόκληρη τη μάζα των κρίσιμων πληροφοριών της διαδικασίας παραγγελιών, παραγωγής, διάθεσης, διαφήμισης και εξαγωγών.
Από την άποψη των τεχνολογιών, κάποιες εργασίες γίνονται παραδοσιακά με το χέρι από σπάνιους ειδικευμένους εργάτες (όπως ο ποιοτικός έλεγχος των χαλιών) ενώ τα κλωστήρια και υφαντήρια τείνουν να χρησιμοποιούν σύγχρονες τεχνολογίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι γύρω στους 1.000 αργαλειούς αντικαθίστανται κάθε χρόνο με πιο σύγχρονα μοντέλα. Επιπλέον σε μεγάλο βαθμό η διαδικασία της δαφής γίνεται με ηλεκτρονικά προγραμματιζόμενο τρόπο. Τέλος, πρόσφατα έχει εισαχθεί (σε πειραματικό στάδιο) ένα πολύ σύγχρονο σύστημα Computer Aided Design (CAD) που σημείωσε ένα γενναίο βήμα μπροστά τόσο στον τομέα του σχεδιασμού όσο και σε αυτόν της δοκιμής των χρωμάτων (Colombo, 1983, Dugnani, 1985, Rullani & Zanfei, 1988).
Η πολυπλοκότητα ενός τέτοιου συστήματος όπου συνεργάζονται χιλιάδες προμηθευτές, επιχειρήσεις και πελάτες κάτω από τον συντονισμό μερικών εκατοντάδων «Imrannatori» συνεπάγεται ένα χάος πληροφοριακών ροών, των οποίων ο αποτελεσματικός έλεγχος είναι ζωτικής σημασίας. Επιπλέον, αν πάρει κανείς υπόψη ότι κάθε χρόνο 40 ως 50 τόνοι υλικών διακινούνται προς και από την περιοχή του Prato, μπορεί να αποκτήσει κάποια εικόνα του όγκου των χαρτιών, σχεδίων και ντοκουμέντων που κινούνται ανά πάσα στιγμή. Συνεπώς, φαίνεται ότι όσο αυξάνει η πολυπλοκότητα του συστήματος, γίνεται ολοένα και επιτακτικότερη η εισαγωγή ενός τηλεματικού δικτύου που να εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία του παραγωγικού και διανεμητικού συμπλέγματος.
Ως τώρα ο συντονισμός των ροών των παραγγελιών, πληροφοριών, εμπορευμάτων, πληρωμών και προμηθειών γίνεται από τους «Impannatori» αλλά και από τις ενώσεις των επιχειρηματιών, τις κοινοπρακτικές τράπεζες και άλλες συνεργατικές μορφές της περιοχής. Η διάσπαση των συντονιστικών λειτουργιών όμως και η αδιαφάνεια που υπεισέρχεται κυρίως στο επίπεδο μεσολάβησης των «Impahnatori» φαίνεται ότι δεν μεγιστοποιεί πλέον την αποδοτικότητα του συστήματος. Οι ίδιες οι επιχειρήσεις ενδιαφέρονται πολύ για την εφαρμογή ενός συνολικού πληροφοριακού δικτύου που να δίνει ολοκληρωμένες πληροφορίες σε ολόκληρο το φάσμα αγορών, παραγγελιών και διάθεσης, πράγμα που ως τώρα γινόταν άτυπα μέσα από προσωπικές διασυνδέσεις των «Impannatori». Όπως είναι φυσικό, οι τελευταίοι νιώθουν τη θέση τους να κλονίζεται σε μια τέτοια περίπτωση. Όμως, οι πιθανές αντιδράσεις αυτού του ενδιάμεσου στρώματος δεν είναι το μόνο πρόβλημα για την εισαγωγή ενός τηλεματικού ολοκληρωμένου δικτύου. Ένα εξίσου σημαντικό πρόβλημα βρίσκεται στη μετάφραση των άτυπων κωδίκων επικοινωνίας, που λειτουργούσαν ως τώρα αποτελεσματικά, σε μιαν επίσημη τηλεπικοινωνιακή γλώσσα.
Σήμερα, ο τηλεπικοινωνιακός εκσυγχρονισμός της περιοχής του Prato γίνεται μέσα στο πλαίσιο του προγράμματος Sprint. Στόχος είναι η σύνδεση ενός τοπικού δικτύου με ένα κέντρο Videotext στο Μιλάνο. Η λύση του Videotext επιλέχτηκε γιατί προσφέρει τη δυνατότητα απλών και φθηνών τερματικών (ακόμα και οθόνης τηλεόρασης) να έχουν πρόσβαση σε data bases και service χρησιμοποιώντας απλές τηλεφωνικές γραμμές. Ως τώρα λειτουργούν 2 κεντρικοί computers (IBM Sl και Digital Microvax) στα πλαίσια του Sprint, σε μια τοπική εμπορική τράπεζα. Αυτοί οι υπολογιστές είναι συνδεδεμένοι τόσο με το κέντρο Videotext του Μιλάνου, όσο και με τις ενώσεις των παραγωγών και (με τη διακίνηση δισκετών) με τις εργατικές ενώσεις της περιοχής. Μέσα από αυτές τις συνδέσεις τα εργατικά σωματεία και οι ενώσεις επιχειρηματιών έχουν τη δυνατότητα να επεξεργάζονται σύνθετες πληροφορίες γύρω από μισθούς και φόρους.
Επιπλέον έχουν εγκατασταθεί 300 τερματικά (Omega 1000) σε επιχειρήσεις για χρήση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και πρόσβαση σε στοιχεία και πληροφορίες του τύπου «ποιος κάνει τι και πού», προσφορά και ζήτηση τεχνικής υποστήριξης και προμηθειών εισροών. Στο μέλλον θα εισαχθούν και υπηρεσίες όπως teleconferences, ηλεκτρονική ιατρική συμβουλευτική υπηρεσία και μεταφορά χρηματικών πόρων. Στόχος του εκσυγχρονιστικού προγράμματος είναι να συμβάλλει τόσο στη διαφάνεια των αγορών, όσο και στην επέκταση και τον εξορθολογισμό των πληροφοριακών ροών που υπάρχουν αυτή τη στιγμή. Με την ολοκλήρωση του προγράμματος, οι ενώσεις των επιχειρηματιών θα προσφέρουν ποικίλες υπηρεσίες και πληροφορίες στα μέλη τους (όπως επεξεργασία στοιχείων μισθοδοσίας, πιστωτικές συμβουλές, λογιστικά), ενώ η τοπική τράπεζα θα είναι σε θέση να παρέχει πολύ πιο σύγχρονες τραπεζικές υπηρεσίες (Rullani & Zanfei, 1988).
Τρία είναι τα νέα στοιχεία που αναδεικνύει η αναδιαρθρωτική διαδικασία στο Prato: Πρώτο, όχι απλά εξακολουθεί αλλά ενδυναμώνεται μια συλλογική διαπραγματευτική πρακτική ανάμεσα στους εργαζομένους από τη μια πλευρά και του εργοδότες από την άλλη. Αντικείμενο της διαπραγμάτευσης αυτής αποτελεί ο καθορισμός του ελάχιστου μισθού και των συνθηκών εργασίας. Και ενώ όσοι βιάζονται να εκθειάσουν τις «ειρηνικές και άψογες» εργασιακές σχέσεις στο Prato και σε άλλες περιοχές της «Τρίτης Ιταλίας» υπερβάλλουν, σοβαρό σφάλμα κάνουν και όσοι διάζονται να αποφανθούν για την «ενσωμάτωση» των εργαζομένων και το ξεπούλημα των συνδικάτων. Είναι γεγονός ότι οι ρυθμοί των απεργιών στην Τρίτη Ιταλία είναι οι ψηλότεροι σε ολόκληρη τη χώρα, και οι εργασιακές σχέσεις είναι αναμφίβολα «ζωντανές» (Bagnasco & Triglia, 1985).
Το δεύτερο καινούργιο στοιχείο είναι οι νέες μορφές ιδιοκτησίας που εμφανίζονται, όπως αγορές μετοχών άλλων επιχειρήσεων, συμμετοχή στα κεφάλαια εταιριών διακίνησης και διανομής κλπ. (SΔbel, 1989). Το τρίτο στοιχείο είναι τα εντυπωσιακά αποτελέσματα εκμάθησης μέσα από τη σταθερή -αλλά μη αποκλειστική- συνεργασία. Πιο συγκεκριμένα, έχει διαπιστωθεί ότι οι επιχειρήσεις που έχουν σταθερές αλλά όχι αποκλειστικές σχέσεις με άλλες επιχειρήσεις, είναι σε θέση να προσαρμόζονται πιο γρήγορα και με μεγαλύτερη επιτυχία, στις αλλαγές προδιαγραφών που επιβάλλει η αέναα μεταβαλλόμενη ζήτηση (Joanson & Mattson, 1987).
Η περίπτωση του Prato αποτελεί χαρακτηριστική έκφραση του λεγόμενου φαινομένου της «Τρίτης Ιταλίας». Είναι «τρίτη» σε αντιδιαστολή με το σχετικά υπανάπτυκτο Νότο και το παλιό βιομηχανικό τρίγωνο του Τορίνο-Μιλάνο-Γένοβα. Εκτείνεται από τις επαρχίες της Βενετίας και μέρος της Λομβαρδίας στο βορρά, περιλαμβάνοντας την Μπολώνια και την Ανκόνα, μέχρι το Μπάρι στο νότο, και αποτελείται από βιομηχανικές περιοχές γειτονιές που ειδικεύονται σε συγκεκριμένα προϊόντα: πλεκτά στο Κάπρι, μάλλινα και μεταξωτά υφάσματα στο Πράτο και στο Κομό, παπούτσια στην Ανκόνα, τη Φλωρεντία και το Μοντεμπελλούνο, έπιπλα στο Πεζάρο και στην Μπριάντζα, κεραμεικά στο Μπασάνο και στο Μοντελούπο, τούβλα στο Σάσουλο, μουσικά όργανα στο Καστελφιντάρντο, μέχρι ειδικά μηχανήματα στην Πάρμα και στην Μπολώνια, υδραυλικά είδη στη Μοντένα, ανταλλακτικά γεωργικών μηχανημάτων στην περιοχή της Εμίλια, μοτοσικλέτες στην Μπολώνια και χάλυβα στην Μπρέσια. Οι εξαιρετικές επιδόσεις αυτών των περιοχών στη διεθνή αγορά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη της Ιταλικής οικονομίας στον πρώτο εξαγωγέα ρούχων, στο δεύτερο εξαγωγέα στα παπούτσια (μετά την Taiwan) και στον τρίτο εξαγωγέα εργαλειομηχανών (μετά τη Δ. Γερμανία και την Ιαπωνία) (Zeitlin, 1987, Idsunido UNDP, 1987, Santilli, 1987).
Η οικονομική επιτυχία της Τρίτης Ιταλίας στις δεκαετίες '70 και '80 έχει συμβάλει στην αναδιαμόρφωση του οικονομικού χάρτη της Ιταλίας συνολικότερα. Καθώς οι περιοχές του παραδοσιακού βιομηχανικού τριγώνου συνεχίζουν να φθίνουν και να δοκιμάζουν ψηλά ποσοστά ανεργίας, το υπόδειγμα της διεπιχειρησιακής αλληλεξάρτησης και παραγωγικής αποκέντρωσης επεκτείνεται σε ευρύτερες περιοχές που ξεπερνούν τα αρχικά γεωγραφικά όρια της «Τρίτης Ιταλίας». Επιχειρώντας μια συνοπτική σκιαγράφηση, το μοντέλο που ανθεί στη γειτονική μας χώρα διακρίνεται από τα εξής στοιχεία:
1) Ο οικονομικός ιστός αποτελείται κατά κύριο λόγο από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
2) Οι επιχειρήσεις αυτές δεν αποτελούν μεμονωμένους ανταγωνιστές, αλλά συνδέονται μεταξύ τους με ένα πυκνό δίκτυο συνεργατικών δεσμών μέσα στην ίδια γεωγραφική περιφέρεια και απολαμβάνουν από κοινού μια σειρά υπηρεσίες.
3) Οι επιχειρήσεις είναι εξειδικευμένες και παράγουν εξειδικευμένα προϊόντα για εξειδικευμένα -μικρά- τμήματα της αγοράς.
4) Από την άποψη των τεχνολογιών παραγωγής, γίνεται χρήση των πιο σύγχρονων -προγραμματιζόμενων- μηχανημάτων, ενώ συχνά εξασφαλίζεται συλλογική πρόσβαση σε CAD. Αυτές οι τεχνολογικές προϋποθέσεις εγγυώνται ψηλή ποιότητα για τα προϊόντα που παράγονται. Κεντρικό ανταγωνιστικό χαρακτηριστικό των επιχειρήσεων αποτελεί η καινοτομία τόσο στο design όσο και στις μεθόδους παραγωγής. Αυτή η οργανωτική ευελιξία, σε συνδυασμό με την έμφαση στην ποιότητα του απασχολούμενου εργατικού δυναμικού (με καλές εργασιακές σχέσεις) διευκολύνουν τόσο την εξειδίκευση στην παραγωγή, όσο και την εξειδίκευση στο μάρκετινγκ (στοχεύοντας σε μικρά τμήματα της αγοράς). Το σύστημα της Τρίτης Ιταλίας φαίνεται ιδιαίτερα αποδοτικό σε περίοδο κρίσης που οι αγορές παρουσιάζουν προβλήματα (αβεβαιότητας, μη προβλεψιμότητας κ.λπ.) (IDS, UNIDO UNDP, 1987, COURLET IREP, 1984, Santilli, 1989).
Έχουμε δηλαδή ένα υπόδειγμα όπου η αναδιάρθρωση και οι στρατηγικές πρωτοβουλίες φαίνεται ότι ξεκινούν μέσα από ένα συλλογικό υποκείμενο που ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια μιας δεδομένης «πρωτοποριακής» επιχείρησης. Στη δεκαετία του '70 οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις της Τρίτης Ιταλίας έμαθαν να χρησιμοποιούν ευέλικτα και αποδοτικά τις νέες τεχνολογίες που στηρίζονται στον μικροϋπολογιστή και ανάπτυξαν ευρείας κλίμακας (αν και άτυπους) συνεργατικούς δεσμούς και πρακτικές διεπιχειρησιακής συνεργασίας. Στη δεκαετία του '80 σταδιακά δείχνουν την τάση να αποκρυσταλλώσουν τις συνεργατικές αυτές πρακτικές και εμπειρίες σε κάτι πιο στέρεο. Έτσι εμφανίζονται διάφορες «Ενώσεις Παραγωγών» (κατά κλάδο και περιοχή), συγκροτούνται νέες συμμαχίες στο τοπικό κοινωνικό πεδίο και επεκτείνεται το φάσμα των υποστηρικτικών υπηρεσιών που προσφέρονται στην περιοχή ευρύτερα. Στη θεωρητική του έκδοση, αυτό το μοντέλο έχει αποκτήσει όνομα: Ευέλικτη Εξειδίκευση.
4. Ευέλικτη Εξειδίκευση: μια εκδοχή του μεταφορντισμού
Μέσα στα πολλά αναδιαρθρωτικά σενάρια που σκιαγραφεί η σχετική βιβλιογραφία της ευέλικτης προσαρμογής είναι και η ανάπτυξη της Ευέλικτης Εξειδίκευσης. Αυτό αναφέρεται σε ένα σύστημα βιομηχανικής δομής οργανωμένο γύρω από την αλληλεπίδραση ενός δικτύου μικρών και μεσαίων μονάδων (Piore & SΔbel, 1983, 1984, SΔbel & Zeitlin, 1985, SΔbel, 1986, Hirst & Zeitlin, 1989). Το αναδιαρθρωτικό σενάριο της Ευέλικτης Εξειδίκευσης έχει πολλές ομοιότητες με κάποιες θεωρητικές προσεγγίσεις που αναπτύχθηκαν σε χρόνο αρκετά παράλληλο και είναι γνωστές με το όνομα «Διαχεόμενη Εκβιομηχάνιση» ή «Εκβιομηχάνιση χωρίς Ρωγμές» (Courlet, 1986, Garofoli, 1983, Fua & Garofoli, 1984, καθώς και η ομάδα IREP της Grenoble). Αυτή η προσέγγιση που σε μεγάλο βαθμό αντλεί το κύριο υλικό της από την εμπειρία περιοχών της Ιταλίας (όπως άλλωστε και η προσέγγιση της Ευέλικτης Εξειδίκευσης) τονίζει το δυναμικό ρόλο που μπορούν να παίξουν οι μικρές επιχειρήσεις στην ανάπτυξη ορισμένων περιοχών, χωρίς η ανάπτυξη αυτή να φέρνει βίαιες ανακατατάξεις και ρωγμές στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό της περιοχής.
Η προσέγγιση της Ευέλικτης Εξειδίκευσης συνδέεται με την άποψη ότι η βιοτεχνική παραγωγή είναι (ή μπορεί να γίνει) τεχνολογικά δυναμική, καινοτόμα, βιώσιμη και αποδοτική. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι «υπάρχει μια βιοτεχνική εναλλακτική λύση στη μαζική παραγωγή, ως υπόδειγμα τεχνολογικής προόδου» (Piore & SΔbel, 1984: 28). Αυτό το υπόδειγμα της Ευέλικτης Εξειδίκευσης βασίζεται σε τρία κεντρικά χαρακτηριστικά:
Το πρώτο είναι ότι συμπλέγματα μικρών επιχειρήσεων παράγουν ευρύ φάσμα προϊόντων για εξειδικευμένες και απαιτητικές αγορές. Συνεχώς αναπροσαρμόζουν την παραγωγή τους προκειμένου να ανταποκριθούν στις μετατοπίσεις της ζήτησης και να διευρύνουν τους ορίζοντες της αγοράς τους. Αυτές οι ευέλικτα εξειδικευμένες μικρές επιχειρήσεις είναι ικανές για συνεχείς προσαρμογές και αναπροσαρμογές επειδή το παραγωγικό σύστημα στο σύνολο του είναι κάθετα αποδιαρθρωμένο και έτσι υπάρχει η δυνατότητα για αέναη αλλαγή προμηθευτών και ενδιάμεσων εισροών.
Σε αντιδιαστολή με την περίπτωση του βιομηχανικού δυϊσμού στο πλαίσιο της μαζικής παραγωγής, οι μικρές μονάδες εδώ δεν είναι απλά το μαξιλαράκι που αμβλύνει τις αιχμές και που απορροφά τους κραδασμούς σε όφελος των μεγάλων μονάδων (Berger & Piore, 1980). Αντίθετα, στην περίπτωση της Ευέλικτης Εξειδίκευσης οι μικρές μονάδες καταλαμβάνουν έναν κεντρικό ρόλο στο οικονομικό σύστημα χάριν της συμμετοχής τους σε ένα «έξυπνο» και προηγμένο δίκτυο διεπιχειρησιακών σχέσεων. Μέσα σε αυτό το δίκτυο, οι διάφορες επιχειρήσεις μοιράζονται τη γνώση τους γύρω από αγορές, προϊόντα και τεχνολογίες παραγωγής με συλλογικές (συνεργατικές) διαδικασίες (Piore & SΔbel, 1984, SΔbel & Zeitlin, 1985, SΔbel, 1986, Stopper, 1987).
Το δεύτερο χαρακτηριστικό των μικρών αυτών επιχειρήσεων είναι η χρήση ευέλικτων τεχνολογιών και μεθόδων παραγωγής που προσφέρουν δυνατότητες πολλαπλών εφαρμογών (αντί για μεγάλα συστήματα μηχανημάτων που τείνουν να είναι αυστηρά «αφιερωμένα» σε συγκεκριμένες παραγωγικές διαδικασίες και τύπους προϊόντων). Έτσι, στις μικρές μονάδες της Ευέλικτες Εξειδίκευσης η καινοτομία στα προϊόντα δεν εμποδίζεται, μια και οι διαφοροποιήσεις του παραγωγικού φάσματος γίνονται με σχετικά μικρότερο κόστος σε σύγκριση με τις ανελαστικότητες που επέβαλλε το φορντικό σύστημα και τα εξειδικευμένα μηχανήματα του. «Η Ευέλικτη Εξειδίκευση αποτελεί μια στρατηγική αέναης καινοτομίας: προσαρμογής στις ασταμάτητες αλλαγές της ζήτησης παρά προσπάθειας να ελεγχθούν οι αλλαγές αυτές» (Piore & SΔbel, 1984: 17).
Αυτή η στρατηγική αέναης καινοτομίας ωστόσο, δεν οφείλεται μόνο στη χρήση ευέλικτων τεχνολογιών παραγωγής. Για να καρποφορήσει χρειάζεται οι εργαζόμενοι/ες να διακρίνονται από ευρεία ειδίκευση ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να παράγουν ευρύ φάσμα διαφορετικών προϊόντων. Η ευρυμάθεια και πολυειδίκευση των εργαζομένων διευκολύνεται από την κατάργηση των ιεραρχικών διακρίσεων μέσα στο πλαίσιο της επιχείρησης, καθώς και με την επανασύνθεση των λειτουργιών της σύλληψης της παραγωγικής ιδέας και της υλοποίησης της (Piore & SΔbel, 1984, SΔbel, 1986, Zeitlin, 1987, Stopper, 1987).
Το τρίτο χαρακτηριστικό της Ευέλικτης Εξειδίκευσης είναι το σύστημα της μικροοικονομικής ρύθμισης που τη συνοδεύει, και στόχο έχει την εξισορρόπηση ανάμεσα στον ανταγωνισμό και τη συνεργασία. Ο ιδανικός συνδυασμός ανάμεσα στον ανταγωνισμό από τη μια πλευρά και τη συνεργασία από την άλλη αποτελεί το ελατήριο της συνεχούς καινοτομίας και της διάχυσης τεχνογνωσίας εξασφαλίζοντας ότι η παραγωγικότητα δεν θα βαλτώσει και ότι ο ανταγωνισμός δεν γίνεται «αθέμιτος» (όπως θα συνέβαινε σε περίπτωση υπερεκμετάλλευσης της εργασίας, για παράδειγμα).
Το ρυθμιστικό σύστημα συμπληρώνεται τόσο από τις κληρονομημένες και ιστορικά διαμορφωμένες αρχές παραγωγικής κουλτούρας, όσο και από οργανωμένους θεσμούς και κανόνες. Το σύνολο αυτών των ιδεολογικών και θεσμικών κανόνων, πρακτικών και ρυθμίσεων τείνουν να φέρουν έντονη την τοπική ή περιφερειακή σφραγίδα των χαρακτηριστικών της περιοχής εκείνης μέσα στην οποία οι μικρές επιχειρήσεις συγκεντρώνονται και διαπλέκουν τις παραγωγικές τους λειτουργίες (Stopper & Christopherson, 1987, Stopper, 1987, Stopper & Scott, 1988).
Έτσι, το μοντέλο της Ευέλικτης Εξειδίκευσης «αναποδογυρίζει τις αρχές της μαζικής παραγωγής, τόσο από την άποψη της εσωτερικής διόρθωσης της επιχείρησης, όσο και από την άποψη σχέσεων της επιχείρησης, με τον ευρύτερο οικονομικό και κοινωνικό χώρο. Η μαζική παραγωγή είναι η παραγωγή τυποποιημένων προϊόντων με τη χρήση εξειδικευμένων μέσων, τεχνολογιών και μεθόδων παραγωγής και ημιειδικευμένης εργασίας. Η Ευέλικτη Εξειδίκευση είναι η παραγωγή εξειδικευμένων προϊόντων με τη χρήση μέσων γενικής πολλαπλής χρησιμότητας και ευρεία ειδίκευση εργαζομένων» (SΔbel, 1986: 40-41). Ο πίνακας που ακολουθεί, αντιπαραβάλλει σχηματικά τους δύο διαφορετικούς «ιδεατούς τύπους» βιομηχανικής οργάνωσης: Τη μαζική παραγωγή από τη μια και την ευέλικτη εξειδίκευση από την άλλη.
Με άλλα λόγια, η Ευέλικτη Εξειδίκευση αποτελεί ένα σύστημα δικτυωμένης παραγωγής όπου οι επιχειρήσεις γνωρίζουν: α) ότι δεν γνωρίζουν ακριβώς τι θα χρειαστεί να παράγουν, και επιπλέον ότι β) πρέπει να στηρίζονται στη συνεργασία των εργαζομένων και των υπεργολάβων συνεργαζομένων μονάδων, προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις τάσεις της ζήτησης που θα διαμορφώνονται ανά πάσα στιγμή στην αγορά (SΔbel, 1989).
Συμπεράσματα
Οι εκδοχές της μεταφορντικής αναδιάρθρωσης είναι πολλές. Η αναγέννηση της μικρομεσαίας κλίμακας μετά από την επιτυχημένη εμπειρία κάποιων τοπικών οικονομιών που στηρίζονται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελεί ένα σενάριο που διακρίνεται όχι μόνο για την ευελιξία και την καινοτομία στην ανταπόκριση σε μεταβαλλόμενες αγορές, αλλά και για μια σύνθετη ισορροπία συνεργασίας και ανταγωνισμού ανάμεσα σε ξεχωριστές επιχειρήσεις. Από την άλλη πλευρά, η αναδιάρθρωση των μεγάλων (συχνά πολυεθνικών) επιχειρήσεων σε μια κατεύθυνση παραγωγικής αποκέντρωσης, χαλαρών ομοσπονδιών ευέλικτων μονάδων με εξειδικευμένο αντικείμενο για συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς, αποτελεί μιαν εξαιρετικά σημαντική συνιστώσα της αναδιάρθρωσης (αν και όχι την μοναδική).
Έχει διατυπωθεί μάλιστα η άποψη, ότι η δυναμική αυτής της πλουραλιστικής, μεταφορντικής αναδιάρθρωσης, τείνει να οδηγεί προς μια σύγκλιση δομών και χαρακτηριστικών μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων. Οι μικρές οικοδομούν από κοινού συλλογικές υπηρεσίες, κατά τα πρότυπα των μεγάλων. Οι μεγάλες προσπαθούν να δημιουργήσουν μεταξύ των θυγατρικών και των υπεργολάβων τους, εκείνους τους συνεργατικούς δεσμούς που χαρακτηρίζουν τις «βιομηχανικές γειτονιές» (SΔbel, 1989).
Και στις δύο περιπτώσεις της Ευέλικτης Αναδιάρθρωσης, είτε δηλαδή οι στρατηγικές πρωτοβουλίες αναλαμβάνονται από μια «ηγετική» επιχείρηση, είτε από συλλογικά όργανα που αντιπροσωπεύουν πολλές σχετικά μικρές μονάδες, το εγχείρημα της ευελιξίας και της προσαρμοτικότητας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει χωρίς δύο βασικές προϋποθέσεις:
α) τη συνεργασία συντονισμό πολλαπλών δραστηριοτήτων που σπάνια μπορούν να εμπίπτουν στο πλαίσιο μιας επιχείρησης (όσο μεγάλη κι αν είναι αυτή). Σ' αυτό το παιχνίδι παίζουν και οι μικρές επιχειρήσεις,
β) τη συνεργασία και τη μακροχρόνια εξασφάλιση συναίνεσης, κινητοποίησης, δημιουργικότητας των εργαζομένων.
Καμιά από τις δύο αυτές προϋποθέσεις δεν υπόσχεται τον παράδεισο. Ο συντονισμός μπορεί να εξασφαλιστεί μέσα από σχετικά αυταρχικά και ιεραρχικά σχήματα όπου η ηγετική επιχείρηση θα επισκιάσει πλήρως όλες τις υπόλοιπες. Η συναίνεση μπορεί να αφορά στον κορμό μειοψηφίας με καλές αποδοχές, που ευημερεί σε κόστος της πλειοψηφίας των επισφαλών απασχολούμενων.[1]
Μπορούν όμως τα πράγματα να είναι πολύ διαφορετικά. Η συνεργατική συντονιστική διάσταση μπορεί να αποτελεί αντικείμενο συλλογικών οργάνων που αντιπροσωπεύουν πολλά διαφορετικά κεφάλαια μικρής ή μεσαίας κλίμακας. Και το κυριότερο, η διασφάλιση της συναίνεσης και συνεργασίας των εργαζομένων μπορεί να γίνει κάτω από όρους που προκρίνει το ίδιο το εργατικό κίνημα και που εγγυώνται την ενότητα των εργαζομένων.
Καθώς φυσάει ο μεταφορντικός άνεμος των μεγάλων ανακατατάξεων, σημειώνονται ήδη αρκετές αλλαγές στις ιεραρχήσεις και στους στόχους του εργατικού κινήματος διεθνώς (Santilli, 1989, Zeitlin, 1989, Tomlinson, 1989). Σε αρκετές οικονομίες διαγράφεται ήδη ένα νέο πλαίσιο για τη συγκρότηση και την ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, το εργατικό κίνημα, μετά την ιστορική ήττα του τον Οκτώβρη του 1980 στη σύγκρουση με τη Fiat, μπήκε σε μια φάση ανασυγκρότησης, νέων αναζητήσεων και νέων οριζόντων με μετατόπιση των στόχων και των προτεραιοτήτων.
Δύο είναι τα νέα «θέματα κλειδιά» που αναδεικνύονται ως κεντρικά μέσα στο νέο πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων: Απασχόληση και Τεχνολογικός Εκσυγχρονισμός. Το πρώτο αφορά την απασχόληση, όπου το εργατικό κίνημα χαράζει μια στρατηγική «πολιτικού ρεαλισμού», ιδιαίτερα στους τομείς που πλήττονται περισσότερο (τέτοια παραδείγματα προσφέρουν οι κλάδοι της υφαντουργίας και του ιματισμού). Ταυτόχρονα, το εργατικό κίνημα δείχνει να συναινεί σε σημαντικές αλλαγές στους όρους εργασίας (ευλυγισία ωραρίου σε ετήσια βάση, μείωση των μισθών) προκειμένου να προστατευθεί η απασχόληση. Έτσι, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, το εργατικό κίνημα διεκδικεί αντί για μείωση του προσωπικού, μείωση του ωραρίου εργασίας με αναλογικά μικρότερη μείωση του μισθού.
Αυτή η «νέα ισορροπία», όπου οι εργαζόμενοι συναινούν σε πραγματική μείωση των μισθών προκειμένου να διασφαλιστεί το επίπεδο της απασχόλησης, χαρακτηρίζει και την κατάσταση που επικρατεί στην αυτοκινητοβιομηχανία των ΗΠΑ (Santilli, 1989). Πέρα όμως από τη νέα ισορροπία μεταξύ πραγματικών μισθών και επιπέδου απασχόλησης, τα συνδικάτα συναινούν σε προγράμματα μερικής απασχόλησης σε εθελοντική βάση (που σημαίνει ότι υπάρχει δυνατότητα επανόδου στο κανονικό ωράριο, μόλις το επιθυμήσει ο εργαζόμενος). Για παράδειγμα τα μηχανουργεία στην Μπολώνια, τη Μοντένα και την Ρέτζο Εμίλια, έχουν ήδη εφαρμόσει τη ρύθμιση 35 ωρών εργασίας τη βδομάδα (Rinaldini, 1985).
Το δεύτερο θέμα-κλειδί αφορά τις κατευθύνσεις και τις επιπτώσεις που επιφέρει η εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών. Οι διαδικασίες τεχνολογικής ανανέωσης αποτελούν ολοένα και περισσότερο το νέο πεδίο συλλογικής διαπραγμάτευσης. Τα ιταλικά συνδικάτα διεκδικούν διαφάνεια και πρόσβαση σε πληροφόρηση για την ενεργοποίηση των διαπραγματεύσεων πριν από τον τελικό σχεδιασμό και την υλοποίηση της καινοτομίας - και όχι ύστερα από την εμφάνιση των σοβαρότερων συνεπειών της εισαγωγής της καινοτομίας, που σημαίνει ότι κάθε παρέμβαση από την πλευρά του εργατικού κινήματος θα τείνει να είναι σχετικά αναποτελεσματική (Santilli, 1987). Η διαδικασία διαπραγμάτευσης της ίδιας της τεχνολογικής στρατηγικής της επιχείρησης του κλάδου, σημαίνει ότι ενδυναμώνεται η αυτονομία των συνδικάτων και ισχυροποιείται ο ρόλος τους όχι μόνο σε αμυντική κατεύθυνση, αλλά και σε επιθετική κατεύθυνση, με την προβολή λύσεων για προβλήματα που δεν έχουν ακόμα πλήρως ξεδιπλωθεί.
Τα παραπάνω αποτελούν ενδεικτικά κάποιους τρόπους με τους οποίους η «αναπόδραστη αναγκαιότητα» της ευελιξίας εμποτίζει τη στρατηγική του εργατικού κινήματος. Ασφαλώς οι εκδοχές ευέλικτων στρατηγικών τόσο από τη μεριά της εργασίας όσο και αυτών του κόσμου του κεφαλαίου (μεγάλου και μικρού) είναι πολλές και δεν έχει νόημα η απαρίθμηση τους που θα είναι, αναγκαστικά, ατελής. Έχει σημασία όμως να υπογραμμιστεί ότι για να αναλύσουμε τα τρέχοντα αναδιαρθρωτικά σενάρια είναι αναγκαίο να απεγκλωβιστούμε από τις φορντικές προκαταλήψεις που βλέπουν όπου κεφάλαιο: μεγάλο κεφάλαιο, και όπου εργασία, ό,τι συνιστούσε ένα τυπικό (κλαδικό) εργατικό συνδικάτο γιγαντιαίου εργοστασίου στις δεκαετίες '60 και '70.
Και αυτό επειδή μαζί με τη φύση της εργασιακής διαδικασίας αλλάζουν και τα ίδια τα κοινωνικά υποκείμενα: οι εργαζόμενοι/ες. Μαζί με την οργάνωση των επιχειρήσεων, αλλάζουν και τα συνδικάτα. Και ο «διευθυντής ορχήστρας» σ' αυτήν την κοσμογονία δεν είναι ούτε δεδομένος ούτε αδιαμφισβήτητος. Τη θέση αυτή διεκδικούν τόσο το κεφάλαιο (μεγάλο ή όχι) όσο και η εργασία που προσβλέπει σε έναν κεντρικότερο ρόλο. Και βέβαια, η ταξική πάλη είναι εκείνη που θα αναδείξει το νέο σημείο ισορροπίας, μέσα από νέες ευκαιρίες και νέα προβλήματα για τους πρωταγωνιστές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Abernathy, W., Clark, K. & Kantrow, A. (1983) Industrial Renaissance: Producing a Competitive Future for America, New York, Basic Books
Aglietta, M. (1979) A Theory of Capitalist Regulation? The US Experience, New Left Books.
Aglietta, M. (1982), «World Capitalism in the Eighties» New Left Review no. 136, November December
Antonelli, C. (1988) New Information Technology and Industrial Change: The Italian Case, Kluwer Academic Publishers for the Commission of the European Communities
Bagnasco & Triglia (eds.) (1985) Societa e Politica nelle Aree di Piccola Impressa: II Caso del Valdesa, Milano, Franco Angeli
Bechhofer, F. & Elliott, B. (1981) The Petite Bourgeoisie: Comparative Studies of the Uneasy Stratum. Edinburgh Studies in Sociology
Belussi, F. (1987) «Benetton: Information Technology in Production and DistributionW A Case Study of the Innovative Potential of Traditional Sectors» SPRU Occasional Paper Series, no. 25
Berger, S. & Piore, M. (1980), Dualism and Discontinuity in Industrial Societies, Cambridge University Press
Berger, S. (1981) «The Uses of the Traditional Sector in Italy: Why Declining Classes Survive?», in Bechhofer & Elliott (eds.) The Petite Bourgeoisie, Macmillan
Best, M. (1986) «Strategic Planning and Industrial Policy», in Local Economy, no. 1
Boyer, R. & Coriat, B. (1986) «Technical Flexibility and MacroStabilisation», Paper in Conference on Innovation Diffusion, Venice, 1721 March
Braverman, H. (1974) Labor and Monopoly Capital, New York, Monthly Review Press
Brighton Labour Process Group, (1977) «The Capitalist Labour Process» in Capital and Class, no. 1
Brusco, S. (1982) «The Emilian Model: Productive Decentralisation and Social Integration» in Cambridge Journal of Economics, no. 6
Brusco, S. & Sabel, C. (1981) «Artisan Production and Economic Growth» in Wilkinson, F. (ed.) The Dynamics of Labour Market Segmentation, Academic Press
Buxton, J. (1983) «The Man Who Fashioned a Clothing Empire», Financial Times. 24 October
Cockburn, C. (1983) Brothers, Pluto Press
Cohen, S. & Zysman, J. (1987) Manufacturing Matters: The Myth of PostIndustrial Economy. New York, Basic Books
Colombo, U., Lanzavecchia. G. & Mazzonis, D. (1983) «CoOperative Organisation and Constant Modernisation of the Textile Industry At Prato, Italy», in E.U. Von Weizsacker et al. (eds.) New Frontiers in Technology Application. U.N.. New York
Coriat, B. (1980) «The Restructuring of the Assembly Line. A New Economy of Time and Control» in Capital and Class, no. 11, Summer
Courlet, C. (1984) «Poles Industriels et Developpement Regional: Analyse de Quelque Experience - Italie du Sud, Espagne, FosSurMer»? in Notes et Documents, CERCID IREP Developpement, Universite des Sciences Sociales de Grenoble, Cahiers no. 11, Octobre
Courlet, C. (1986) «Presentation du Dossier "Nouveaux Regards sur 1 Industrialisation"», in Economie et Umanisme, no. 289, Mai Juin
Dugnani, G. (1985) «Report on Technology Transfer Program» International Workshop on the Integration of New Technology in Traditional Sectors, San Miniato, November
Dunford, M. (1988) Capital, the State and Regional Development, Pion, London
Freeman, C. & Ferez, C. (1986) «The Diffusion of Technical Innovations and Changes of TechnoEconomie Paradigm», paper prepared for the Venice Conference
Friedman, A. (1986) «Developing the Managerial Strategies Approach to the Labour Process» in Capital and Class, no. 30, Winter
Fua, G. (1983) «Rural Industrialisation in Later Developed Countries: the Case of NorthEast and Central Italy» in Banca Nazionale del Lavoro Quarterly Review, no. 147, December
Garofoli, G. (1983) «Areas of Specialised Production and Small Firms in Europe», in Economia Marche, 11, no.l, Italy, June
Garofoli, G. (1984) «Uneven Regional Development and Industrial Restructuring: the Italian Pattern in the 70s», in City and Region, no. 8, January April
Gough, J. (1986) «Industrial Policy and Socialist Strategy» in Capital and Class, no. 29, Summer
Harvey, D. (1987) «Flexible Accumulation through Urbanization: Reflections on PostModernism in the American City», paper presented to a Symposium at the Yale School of Architecture on Developing the American City - Society and Architecture in the Regional City, 67 February
Herrigel, G. (1987) «The Political Economy of Industry: Mechanical Engineering in the FRG», M.I.T., Cambridge Ma., April (mimeo)
Hirst, P. & Zeitlin, J. (eds.) (1989) Reversing Industrial Decline? Berg
Hyman, R. & Streeck, J. (1988) New Technology and Industrial Relations Social Issues, A Reader, Open University Press
IDS, UNIDO UNDP (1987) Cyprus Industrial Strategy, vol.1
Janssen, B. & Hoogstraten, P. Van (1987) «New Infrastructure Requirements for Regional Development» Paper presented at the International Conference «Regional Policy at the Crossroads», April
Joanson, J. & Mattson, L.G. (1987) «Interorganizational Relations in Industrial Systems. A Network Approach Compared with the TransactionCost Approach» International Studies of Management and Organization, no. 17, Spring
Kaplinsky, R. (1986) «Changes in Economy of Scale: the Implications for Appropriate Technology» IDS, University of Sussex (mimeo)
Kaplinsky, R. (1989) in Huffman, K. & Kaplinsky R. (eds.) Driving Force
Lash, S. & Urry, J. (1987) The End of Organized Capitalism, Polity Press
Leborgne, D. & Lipietz, A. (1987), «New Technologies, New Modes of Regulation: Some Spatial Implications», Paper presented in Seminar Changing Labour
Processes and New Forms of Urbanisation, Samos, Greece, August
Lipietz, A. (1987) Mirages and Miracles: the Crises of Global Fordism, Verso
Lyberaki, A. (1988) Small Firms and Flexible Specialisation in Greek Industry, Ph.D. Thesis, University of Sussex
Mattera, P. (1980) «Small is not Beautiful», in Radical America, vol. 14, no. 5
Mattera, P. (1985) Off the Books: The Rise of the Underground Economy, Pluto Press
Mitter, S. (1986) «Industrial Restructuring anf Manufacturing Homework: Immigrant Women in the U.K. Clothing Industry» in Capital and Class, no. 27, Winter
Murray, R. (1975) «The Internationalisation of Capital and the Nation State» in H. Radice (ed.) International Firms and Modern Imperialism, Harmondsworth, Penguin
Murray, F. (1983) «The Decentralisation of Production - The Decline of the MassCollective Worker?», in Capital and Class, no. 19,
Murray, R. (1985) «Benetton Britain» in Marxism Today, November
Murray, F, (1987) «Flexible Specialisation in the Third Italy» in Capital and Class, no. 33, Winter
Murray, R. (1987) «Ownership, Control and the Market» in New Left Review, no. 196, July August
Murray, R. (1987b) «Benetton Europe» Paper in Seminar Series «What Is New in Europe?», School of European Studies, University of Sussex, Autumn
Ferez, C. (1983) «Structural Change and Assimilation of New Technologies in the Economic and Social Systems» in Futures, vol. 15, no. 5, October
Ferez, C. (1985) «Microelectronics, Long Waves and World Structural Change: New Perspectives for Developing Countries» in World Development, vol. 13, no. 3
Piore, M. & Sδbel, C. (1983) «Italian Business Development: Lessons for U.S. Industrial Policy» in Zysman, J. & Tyson, L. (eds.) American Industry in International Competition, Ithaca, Cornell University Press
Piore, M. & Sδbel, C. (1984) The Second Industrial Divide: Possibilities for Prosperity, Basic Books
Poon, A. (1988) «Flexible Specialisation and Small Size: the Case of Caribbean Tourism», DRC Discussion Paper, no. 57, SPRU, University of Sussex
Rinaldini, T. (1985) (CGIL Region EmilieRomagne) «La Negociation Collective des Changements Technologiques» Colloque CESTA
Roobeek, A. (1987) «The Crisis, of Fordism and a New Technological Paradigm» in Futures, Vol. 19, no. 2, April
Rullani, E. & Zanfei, A. (1988) «Area Metworks. Telematic Connections in a Traditional Textile District» in Antonelli (ed.)
Rullani, E. & Zanfei, A. (1988) «Networks Between Manufacturing and Demand: Cases from Textile and Clothing Industries» in Antonelli (ed.)
Sabel, C. & Zeitlin, J. (1985) «Historical Alternatives to Mass Production: Politics, Markets and Technology in 19th century Industrialization», in Past and Present, no.108
Sabel, C. (1986) «Changing Models of Economic Efficiency and their Implications for Industrialization in the Third World» in Foxley, A., McPherson, M. & XI) Donnell (eds.) Development, Democracy and the Art of Trespassing, University of Notre Dame Press
Sδbel, C. (1989) «Flexible Specialisation and the ReEmergence of Regional Economies» in Hirst & Zeitlin (eds.)
Santilli, G. (1987) «La Troisieme Italie: Triburtina Valley», Les Temps Modernes, Mai, Vol. 490
Sayer, A. (1986) «New Developments in Manufacturing: the JustIn - Time System» in Capital and Class, no. 30, Winter
Schmilz, H. (1982) Manufacturing in the Backyard, Frances Pinter
Schmilz, H. (1985) «Microelectronics: Implications for Employment, Outwork, Skills and Wages» in IDS Discussion Paper, no. 205. June
Schmilz, H. (1989) «Flexible Specialisation - A New Paradigm of Small Scale Industrialisation?» IDS Discussion Paper no. 261
Solinas, G. (1982) «Labour Market Segmentation and Workers Careers: the Case of the Italian Knitwear Industry» in Cambridge Journal of Economics, no. 6
Storper, M. & Christopherson, S. (1986) «Flexible Specialisation: A Critique and Case Study». Discussion Paper no. 68. Graduate School of Architecture and Urban Planning. University of California, Los Angeles
Storper, M. & Christopherson, S. (1987) «Flexible Specialisation and Regional Industrial Agglomerations» Annals of the Association of American Geographers, vol. 77, no. 1
Storper, M. & Scott, A. (1988) «The Geographical Foundations and Social Regulation of Flexible Production Complexes» forth. 1988, in Wolch, J. & Dear, M. (eds.), Territory and Social Reproduction, London and Boston, Alien and Unwin
Storper, M. (1988) «Flexible Specialisation and Industrial Development» in Cambridge Journal of Economics (forthcoming)
Thompson, G. (1987) «The American Industrial Policy Debate: Any Lessons for the U.K.?» in Economy and Society, vol. 16, no. 1, February
Tolliday, S. & Zeitlin, J. (1986) «Between Fordism and Flexibility: the Automobile Industry and its Workers - past, present and future». Discussion Paper Series, no. 131, August. Centre for Economic Policy Research, London
Tomlinson, J. (1989) «MacroEconomic Management and Industrial Policy» in Hirst & Zeitlin (eds.)
Τσεκούρας, θ.(1989): «Από τον τεϋλορισμό στις νέε; τεχνολογίες παραγωγής», θέσεις τ.29, Οκτώβριος-Δεκέμβριος.
Watanabe, S. (1983) «Market Structure. Industrial Organisation and Technological Development: the Case of the Japanese Electronics - Based NCMachineTool Industry», in ILO, World Employment Programme Research. Working Paper, no. Ill
Withers, J. & Fawcett. A. (1984) «Family that Fashioned Universal Flair», The Times, 24 August
Zeitlin, J. (1985) «Markets, Technology and Collective Services: A Strategy for Local Government Intervention in the London Clothing Industry», in Greater London Council, «Strategy for the London Clothing Industry: a debate». Economic Policy Group Strategy Document, no. 39, May
Zeitlin. J. (1987) «The Third Italy: InterFirm Cooperation and Technological Innovation» Paper presented in the South East Economic Development Strategy (SEEDS), Brighton, March
1. Πρόκειται για μια σειρά από μέτρα οικονομικής πολιτικής εμπνευσμένα από τις αρχές του κεϋνσιανισμού. Η κεϋνσιανή ρυθμιστική πολιτική στόχευε, α) στην άμβλυνση των υφεσιακών καταστάσεων και της ανεργίας μέσα από δημόσιες δαπάνες και επιδοτούμενη κατανάλωση, και β) στη διατήρηση της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης μέσα από αναδιανεμητικού τύπου ρυθμίσεις και παροχές (όπως επίδομα ανεργίας, στεγαστική πολιτική, κοινωνική πρόνοια, καταναλωτική πίστη). (Boyer Coriat 1986 R. Murray 1987).
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Θέσεις, τ. 32, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1990.
http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=303&Itemid=29
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου