Του Alex Law
Κριτική του βιβλίου: Damien Sutton, Susan Brind and Ray McKenzie (επιμ.), Η κατάσταση του Πραγματικού: H αισθητική στην ψηφιακή εποχή (The State of the Real: Aesthetics in the Digital Age), IB Tauris, 2007.
Η «Πραγματικότητα» τίθεται υπό αμφισβήτηση τόσο συχνά τελευταία, που μπαίνει κανείς στον πειρασμό να επιμένει πιο δογματικά στην υπόθεση. Βέβαια δεν είναι η πραγματικότητα (χωρίς εισαγωγικά) που τίθεται επανειλημμένα υπό συζήτηση αλλά ο «Ρεαλισμός» ή «το Πραγματικό». Στις σχετικές φιλονικίες, το «Πραγματικό» γίνεται αντιληπτό με διάφορους τρόπους: ως η θεμελιώδης έννοια, η πλασματική συναρμογή, το σύστημα αναπαράστασης, η φιλοσοφική αγωνία, το κοινωνικό κατασκεύασμα, το ρητορικό τέχνασμα, το απωθημένο τραύμα. Η κατάληξη στο όποιο απίστευτα κοινότοπο συμπέρασμα επιτυγχάνεται με την κουραστική επανάληψη του ότι δεν υπάρχει πλέον –αν υπήρχε ποτέ– οποιουδήποτε είδους άμεση πρόσβαση στο τι είναι πραγματικά πραγματικό.
Μία τέτοια επανάληψη έχει ως αποτέλεσμα να μας παρουσιάζεται μια πραγματική ιδεολογική συναίνεση ως θέμα τελετουργικοποιημένης διένεξης. Ξανά και ξανά, η ιδέα ότι μπορούμε να έχουμε άμεση πρόσβαση στην πραγματικότητα, πρέπει να ξεμασκαρεύεται ηρωικά, με όλη την ορμή που μπορούν να επιστρατεύουν οι αντί-ρεαλιστές. Αυτή η επαναλαμβανόμενη αντί-ρεαλιστική exposé παίρνει θέση κάπου μεταξύ θεολογικής αποκάλυψης και επιστημονικής ανακάλυψης. Κάποιοι απλοϊκοί Ρεαλιστές ή Μοντερνιστές ή Μαρξιστές υποτίθεται πώς αντιστέκονται στο αμετάκλητο αυτής της ενόρασης, ενώ οι αντί-Ρεαλιστές παλεύουν με τον αντικατοπτρισμό της πραγματικότητας ανάμεσα στις σκιές μιας αίθουσας κατόπτρων. Για να αναπαράγεται αυτή η αναίμακτη μάχη, και με αυτήν οι κοινωνικές συνθήκες αναπαραγωγής που προϋποθέτει, η αντί-ρεαλιστική ιστορία πρέπει συνεχώς να εξιστορείται εκ νέου και να επιβεβαιώνεται ως καινοφανής. Στην δεκαετία του1920 ο αγώνας ενάντια στον Θετικισμό συσπείρωσε στοχαστές εκ διαμέτρου αντίθετους. Κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα ο αγώνας ενάντια στον Ρεαλισμό συσπειρώνει «μεταμοντέρνους» εμπόρους κουλτούρας.
Αλλότριο κέντρο
Υπάρχει ένα ζήτημα μέσα σε όλα αυτά που παραμένει συχνά ασχολίαστο. Το ότι η καθημερινότητα, και πιο συγκεκριμένα η μάζα των ανθρώπων που την κατοικούν, καταφρονούνται ως παρασυρμένοι σε μια ασυνείδητη δεύτερη φύση, τόσο απόλυτα βυθισμένοι σε τετριμμένες τεχνολογικές κατασκευές, που είναι ανίκανοι να διεισδύσουν στην βαθύτερη, αυθεντικότερη πραγματικότητα που εκφράζεται στην τέχνη, την επιστήμη και την φιλοσοφία. Ιδεολογίες υπερβατικότητας, ιδιοφυίας και αυθεντικότητας έχουν υπάρξει συχνά το προσωπείο φαύλων κινήτρων, συμπεριλαμβανομένης και της κατάργησης των κριτήριων για την εκτίμηση του αληθινού περιεχομένου ιδεολογικών ισχυρισμών.
Όταν μία υπερβατική ιδεολογία συνενώνεται με την πιο πρόσφατη τεχνολογία και τεχνογνωσία, η αλλοτρίωση βαθαίνει με γεωμετρική πρόοδο. Για παράδειγμα, εισάγονται τεχνολογίες παραγωγής σε χώρους εργασίας, τις οποίες προωθούν καινοτόμοι μάνατζερ και τεχνικοί, προβάλλοντας ισχυρισμούς πρακτικότητας, ορθολογισμού και αποτελεσματικότητας, και συχνά με συνειδητή πρόθεση την υποτίμηση, αποδυνάμωση και ρουτινοποίηση του δυναμικού των εργαζομένων. Αυτή η λεηλασία της ανθρώπινης εργασίας δεν είναι όπως κάποιοι νομίζουν μια παλιά και ξεπερασμένη ιστορία, κατασκεύασμα της νοσταλγικής λαχτάρας για το ιδεώδες της χειρωναξίας, ή ένας κόσμος που έχει εκλείψει και αντικατασταθεί από τον μετά-βιομηχανικό κόσμο της άυλης εργασίας ο οποίος πλέον, με περισσή δημιουργικότητα, κατασκευάζει αντικείμενα τεχνολογικού θάμβους.
Η αλλοτρίωση δεν προκύπτει τυχαία, από αβλεψία. Είναι σχεδιασμένη μέσα στους ορθολογικούς κοινωνικοτεχνικούς χώρους που κατοικούμε ως εργαζόμενοι και καταναλωτές. Τα τηλεφωνικά κέντρα για παράδειγμα, έχουν γίνει το αποκορύφωμα του ελέγχου της υπηρεσίας που κάποτε πραγματοποιούταν με διαπροσωπική επαφή. Στο Η Κατάσταση του Πραγματικού, το φωτογραφικό δοκίμιο του Andrew Lee με τίτλο «Centres» (Κέντρα), παρουσιάζει μια σειρά φωτογραφιών από άδεια τηλεφωνικά κέντρα στην Σκωτία.[1] Εδώ η σκηνοθετημένη μονοτονία των εργασιακών χώρων τούς περιορίζει σε άψυχη λειτουργικότητα. Ακόμη και άδειοι από ανθρώπους αυτοί οι χώροι φανερώνουν ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον άσκησης ελέγχου.
Παρόλο που εξυπηρετούν μία γκάμα από εναλλασσόμενες εμπορικές λειτουργίες –πακέτα διακοπών, ασφάλειες ζωής, διπλά τζάμια– απαντάται η ίδια αρχιτεκτονική, ενιαία, χωρίς παράθυρα, η ίδια επαναλαμβανόμενη συστοιχία σειρών από γραφεία, καρέκλες, εξοπλισμούς και τεχνητό φως. Ο Lee δείχνει χώρους εργασίας συμπιεσμένους κάτω από ψεύτικα ή γυμνά ταβάνια. Αυτή η μονοτονία διασκεδάζεται σε συγκεκριμένα σημεία με φυτά εσωτερικού χώρου, διαφημιστικά φυλλάδια της εταιρίας ή επιγραφές για τόνωση του εργατικού κίνητρου που συνδέουν τα ονόματα κατασκευαστών αυτοκινήτων υψηλής απόδοσης με αιλουροειδή. Όπως φαίνεται και σε μια φωτογραφία του Γραφείου Προστασίας Περιβάλλοντος της Σκωτίας, ακόμα και όταν η λειτουργία της επιχείρησης είναι η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, του θεωρούμενου ως «πρώτη φύση», εκτελείται στην «δεύτερη φύση» υπό το ασθενικό φως του τηλεφωνικού κέντρου. Αν από την αλλοτριωμένη και αποξενωμένη ύπαρξη δεν υπάρχει επιστροφή σε μία γυμνή «αυθεντική» φύση, οι φωτογραφίες του Lee μας προσκαλούν σε μια κριτική της κατάστασης και σε αναζήτηση άλλων πιθανών δυνατοτήτων διαφυγής.
Θα μπορούσε αυτή η αποξένωση να αναστραφεί με την επιστροφή σε κάποιο είδος πιο «αυθεντικής» σχέσης με την τεχνολογία; Η υπεράσπιση μιας καθαρά εμπειρικής πραγματιστικής αντίληψης των κοινωνικοτεχνικών συστημάτων που βασίζονται σε ψηφιακές τεχνολογίες, θα μπορούσε να καταφέρει ένα χτύπημα ενάντια στις αμήχανες και περιττές αφαιρέσεις των υπερβατικών και ουσιοκρατικών φιλοσοφιών. Θα μπορούσε να διατηρηθεί κάτι από μια αυθεντική σχέση με την τεχνολογία, μια σχέση χωρίς αυταπάτες ότι οι κοινωνικοοικονομικές προϋποθέσεις της θα μπορούσαν να μεταβληθούν; Ο Ρεαλισμός δεν απηχεί απλώς αυτήν την κατάσταση ολισθαίνοντας σε υπαρξιακή απλοϊκότητα και ξεχνώντας τα πάντα για την μεσολάβηση της τεχνολογίας, όπως συχνά υποστηρίζεται. Ούτε υπάρχει κανένας λόγος να αμφισβητεί τους ισχυρισμούς των εμπειριστών αντιρεαλιστών περί της αμφίδρομης σχέσης κοινωνίας και τεχνολογίας. Αντίθετα, ο Ρεαλισμός προσπαθεί να μας γυρίσει στην θεμελιώδη ερώτηση του αν αυτή η πραγματικότητα είναι μία στην οποία οφείλουμε να ζούμε ακόμα.
Πολύ συχνά, οι κοινωνικές σχέσεις επιτείνουν τη ροπή που ενέχει η αναζήτηση μιας «αυθεντικής» σχέσης πολιτισμού και τεχνολογίας να οδηγεί σε αυτοκαταστροφική χίμαιρα. Επίσης πολύ συχνά, η εφαρμογή της τεχνολογίας στην κοινωνία και τον πολιτισμό γίνεται άτσαλα, με την τεχνολογία παραμορφωμένη από την κατοχή υλικών και διανοητικών πόρων σε ιδιωτικά χέρια. Βιομηχανοποιημένες τεχνολογίες που κάποτε υπόσχονταν απελευθέρωση από περιττούς μόχθους και βάσανα, εκτράπηκαν σε Τεϋλορισμό και ιμπεριαλιστικούς πολέμους από τις οικονομικές και πολιτικές προσταγές.[2] Κάτι ανάλογο συνέβη και με τις δυνατότητες της πρώιμης φωτογραφίας, που παραμορφώθηκε από τις καλλιτεχνικές βλέψεις και την πρακτική ιδιωτικών στούντιο μεγάλων και μικρών επιχειρηματιών φωτογράφων.[3]
Το επείγον ερώτημα λοιπόν που αντιμετωπίζει την πολιτισμική πρόσληψη της ψηφιακής τεχνολογίας δεν ανατρέχει σε κάποια υπαρξιακή ουσία μιας «αυθεντικής» σχέσης που θυμίζει το ιδεώδες μιας προ-μοντέρνας αναλογικής κοινωνίας, ούτε φτάνει στο επίπεδο να γίνει ο πανηγυρισμός της εμπειρικής αμεσότητας της ανθρωποτεχνικής «διασύνδεσης», μια βαθιά περίπλοκη σχέση όπου είναι αδύνατο να ξέρουμε ποια είναι τα όρια μεταξύ ανθρώπου και τεχνολογίας. Η τεχνολογία δεν μπορεί να εκπροσωπεί ένα αυτόνομο και αυτογενές πράγμα, που αναπτύσσεται σύμφωνα με την εσωτερική λογική του, κι ως τέτοιο αποκαλύπτει την ίδια του τη «φύση». Αντίθετα, είμαστε αναγκασμένοι να ερευνήσουμε την εφαρμογή και την πρόσληψη της ψηφιακής τεχνολογίας μέσα στη δεδομένη άσχημη πραγματικότητα της κοινωνικής αποσύνθεσης και πόλωσης.
Αν μπορούμε να μιλήσουμε για μια «ψηφιακή εποχή», δεν μπορούμε να αναφερόμαστε σε ένα παγκόσμιο σημαίνον – αυτόν τον ρόλο τον έχει ήδη αναλάβει ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Η κοινωνία στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας παραμένει μία κοινωνία κατασκευασμένη από τις ανταγωνιστικές ταξικές σχέσεις, την άνιση σχέση τους σε οικονομικές, τεχνικές και φυσικές πηγές σε συγκεκριμένους χώρους και χρόνους. Η συνείδηση σέρνεται πίσω από αυτές τις διαδικασίες. Μόνο αναδρομικά δίνεται στην πρόσφατη δομή σχέσεων φύσης, κοινωνίας και τεχνολογίας ο αόριστος ορισμός «ψηφιακή εποχή», «οικονομία της γνώσης», «διαδικτυακή κοινωνία» ή οτιδήποτε άλλο.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι η τεχνολογία είναι πάντοτε μια άμεση έκφραση της βούλησης για συνεχή συσσώρευση, όπως συνηθίζουν κάποιοι να λένε διαστρεβλώνοντας τον ιστορικό υλισμό; Οπωσδήποτε όχι. Οποιαδήποτε διαστρέβλωση της τεχνολογίας δεν προέρχεται από κάποια ουσία εγγεγραμμένη στην ενσάρκωση της υλικής της υπόστασης. Η τεχνολογία γίνεται αυτή η κακοτεχνία από την οπτική γωνία της πραγματικής ιστορίας της, όχι απλώς από την εμπειρική τροχιά της ή προδιαγεγραμμένη πορεία της, ως έκφραση κάποιας εγγενούς τεχνικής λογικής. Η τεχνολογική κακοτεχνία αντικατοπτρίζει την καταστροφή απελευθερωτικών δυνατοτήτων εξαιτίας κοινωνικών σχέσεων αλλοτρίσης. Η αλυσιδωτή τεχνολογική καταστροφή που απειλεί τις κοινωνικές σχέσεις είναι η έκφραση της απόλυτης προτεραιότητας που δίνεται στη συσσώρευση πλούτου παρά της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Δημιουργική τάξη
Όπως έγινε και με τον σχεδιασμό των τηλεφωνικών κέντρων, η ψηφιακή τεχνολογία μπαίνει στην υπηρεσία της συσσώρευσης και μαζί με αυτήν προωθείται και ένας αλλοτριωμένος τρόπος ζωής. Μήπως υπάρχουν άλλες δυνατότητες που δεν εκφράζονται ή που περιθωριοποιούνται από την ευφορική αποδοχή της ψηφιοποίησης; Η Κατάσταση του Πραγματικού ασχολείται με την κρίσιμη σχέση μεταξύ ψηφιακής τεχνολογίας, πραγματικότητας και εικαστικής κουλτούρας. Συμπαραθέτει κείμενα διεθνών στοχαστών και ειδικών με σκοπό να ερευνήσει τις αλλοιωμένες πρακτικές και την αλλοιωμένη αντίληψη της πραγματικότητας στην «ψηφιακή εποχή». Ερευνά την θεμελιώδη υπόθεση ότι με την ανάδυση της ψηφιακής τεχνολογίας συντελέστηκε μια αμετάκλητη αλλαγή στην εικαστική κουλτούρα. Οι παραδοσιακές πρακτικές των Καλών Τεχνών πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτήν την μεγάλου πολιτιστικού εύρους αλλαγή. Η επιδείνωση συναισθημάτων απώλειας της αυθεντικότητας, πρωτοτυπίας και ιδιοφυίας συμβαίνει ακριβώς τη στιγμή που η «αυθεντικότητα» οργανώνεται ως καίριος στόχος της δημόσιας πολιτικής.
Νέες πρακτικές που επιδιώκουν να αναπτύξουν την ψηφιακή κουλτούρα ξαφνικά περνάνε γρήγορα από το περιθώριο στο κέντρο του ενδιαφέροντός μας. Οι «Ψηφιακοί δημιουργοί» τοποθετούνται με ευλάβεια ανάμεσα στους ριζοσπαστικούς καινοτόμους που αυτήν την στιγμή επαναπροσδιορίζουν την πραγματικότητα και την αντίληψή μας γι’ αυτήν. Ένα παράδειγμα είναι αυτές οι υπερφυσικές δυνάμεις νεκρανάστασης που αποδίδονται στην «δημιουργική τάξη». Χαρακτηρισμένοι από τον Richard Florida ως σκεπτόμενοι ψηφιακά (digital-minded) επιχειρηματίες με καλόγουστο λάιφσταϊλ, αυτό το ταξικό κομμάτι έχει θεωρηθεί ικανό να εμφυσήσει νέα ζωή στην αστική παρακμή θλιβερών βιομηχανικών πόλεων, μετατρέποντάς τες σε παλλόμενους «χώρους πολιτισμού», κατανάλωσης και καινοτομίας. Δεν είναι δηλαδή απαραίτητο να γίνει οτιδήποτε για την παρακμή των κοινωνικών σχέσεων, ούτε είναι αναγκαία η αναδιανομή των πόρων στην κοινωνία. Διότι, η τέχνη και η δημιουργικότητα θα βρει έναν τρόπο να απελευθερώσει αυθόρμητα το δυναμικό του «ανθρώπινου κεφαλαίου» χωρίς να επηρεάσει την ευμάρεια των εύπορων. Πράγματι, τους κολακεύει περισσότερο το ότι ακολουθώντας έναν πολιτιστικά καλόγουστο τρόπο ζωής, ήδη με το να ζουν και να δικτυώνονται στην καρδιά της πόλης πραγματοποιούν μια αφίλαυτη συμβολή υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ρίξε και την πιο πρόσφατη καθαρή ψηφιακή τεχνολογία στο μίγμα, και η λεηλασία του ανθρώπου φαίνεται σαν θλιβερό και περιττό κατάλοιπο από τις πιο καταθλιπτικές και απαισιόδοξες μέρες της βρώμικης τεχνολογίας.
Υπέρ-μάρκετ
Μπροστά σε τέτοιους ισχυρισμούς μία επίμονη αμφιβολία γεννιέται, πως όπως συνέβη με την dot.com σαπουνόφουσκα πριν από μερικά χρόνια, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς την πραγματικότητα από τη ρητορική υπερβολή. Το επίσης ανησυχητικό είναι ότι η παρούσα πρόσληψη της ψηφιακής τεχνολογίας επιφέρει μια ακόμη σειρά από χαμένες ευκαιρίες που προστίθενται στις χαμένες ευκαιρίες προηγούμενων φάσεων τεχνικών καινοτομιών. Η εισαγωγή του βιβλίου μοιράζεται αυτές τις ανησυχίες. Προχωρά μιλώντας για την ριζικά νέα ψηφιακή εποχή μόνο ως «υπόθεση εργασίας» παρά σαν αποδεδειγμένο και θεμελιωμένο γεγονός. Το τι σημαίνει αυτό για τον Ρεαλισμό ως σύνολο πολιτιστικών συμβάσεων και τι σημαίνει για ένα συγκεκριμένο είδος αναπαράστασης, είναι ένα ζήτημα που διατρέχει (παρότι όχι όλα) τα περισσότερα κεφάλαια του βιβλίου.
Αυτό το θέμα θίγεται με οξυδέρκεια ιδιαίτερα στα κεφάλαια που αφορούν φωτογραφικές πρακτικές των Jane Tormey, Neil Mathieson και Damian Sutton. Η αναπαραστατική δύναμη της φωτογραφίας στηριζόταν σε μια χημική διαδικασία για να εμφανίσει τα ίχνη μίας ανεξάρτητα υπαρκτής πραγματικότητας. Από την στιγμή που η εικόνα απαθανατίζεται με ψηφιακά μέσα, γίνεται χειραγώγηση με τρόπο που δεν εμπνέει πλέον εμπιστοσύνη στο ότι η φωτογραφία –αν μπορεί να λέγεται ακόμα έτσι– παραμένει η ακριβής αναπαράσταση κάποιας πρωτότυπης, αντικειμενικής πραγματικότητας.
Εδώ βρίσκουμε εύκαιρη και την έννοια του μακαρίτη Jean Baudrillard, το «υπέρ-πραγματικό» (hyper-reality). Σύμφωνα με τον Baudrillard είναι ήδη αδύνατο να ξεχωρίσεις την πραγματικότητα από το είδωλο. Ότι μένει είναι εξομοίωση της πραγματικότητας (simulation) στις εικόνες που μας περιτριγυρίζουν. Η περίφημη θέση του Walter Benjamin ότι τα έργα τέχνης έχασαν την «αύρα» τους όταν μπορούσαν να αναπαραχθούν σε απαράλλακτα αντίτυπα με την μηχανική τεχνολογία πηγαίνει πολύ πιο μακριά με τον Baudrillard. Τώρα το αντίγραφο έχει ξεφορτωθεί αποτελεσματικά την πραγματικότητα, έχοντας γίνει η ίδια η πραγματικότητα.
Ο Baudrillard διχάζει τις γνώμες. Με την κλίση του προς την υπερβολή και την πρόκληση, οι κριτικοί βρίσκουν τις έννοιες του simulacrum (καθαρή προσομοίωση, αντίγραφο χωρίς πρωτότυπο) και του hyper-reality (υπέρ-πραγματικό) τετριμμένες, ανάξιες λόγου και δευτερογενείς. Άλλοι κατηγορούν τον Baudrillard ότι έκρυψε λανθασμένα ή πρώιμα την πραγματικότητα πίσω από μια συμβολική παραπλανητική προβολή. Ωστόσο, πολλοί θεωρητικοί του πολιτισμού βλέπουν στον Baudrillard ένα ξεμασκάρεμα της κυριαρχίας του συμβόλου, αλλά και μια αποδοχή τού ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά σήμερα. Όπως μερικά κεφάλαια στο Η Κατάσταση του Πραγματικού υποστηρίζουν, από αυτήν την μπωντριγιαρική οπτική, η εικαστική κουλτούρα λειτουργεί «στην κόψη του ξυραφιού» ανάμεσα σε πραγματικότητα και εικόνα. Οι «μεταμοντέρνες» φωτογραφικές πρακτικές έχουν το κοινό μιας «μη-πραγματικής» αναζήτησης για μη-νόημα. Η πρόθεση του Δημιουργού να αναπαραστήσει την πραγματικότητα παραδίνεται σε μια ναΐφ αισθητική, που καταφέρνει να εγκαταλείψει οποιαδήποτε αξίωση να λειτουργήσει ως ντοκουμέντο μιας αντικειμενικής πραγματικότητας.
Όμως, όπως η Jane Tormey καταλήγει στο κεφάλαιό της, η έλξη της φωτογραφίας στο μη-πραγματικό, απλώς υποκαθιστά παρά διαψεύδει τον αντικειμενικό πραγματικό κόσμο. Αυτές οι πρακτικές απηχούν μια παλιότερη ιστορία, της προσπάθειας του Μοντερνισμού να ξεμάθει την κυρίαρχη αισθητική προκειμένου να επιστρέψει σε πιο πρωταρχικές αισθητικές πέρα από θετικιστικές αξιώσεις. Ωστόσο, άλλο πράγμα είναι η συνειδητή επανασυναρμολόγηση της δημιουργικής πατρότητας, που αντικαθιστά την ντοκουμενταρίστικη λειτουργία με μια αλληγορική, όπως υποδεικνύει ο Neil Matheson – παρατήρηση καίρια στην διαπραγμάτευσή του σχετικά με το έργο του Γερμανού φωτογράφου Thomas Demand. Είναι πολύ δυσκολότερο να αποδεσμευτεί κανείς από την σωματοποιημένη έξη (habitus) που αναπαράγει ένα συγκεκριμένο είδος εννοιολογικής αισθητικής μεταξύ συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Η αποστασιοποιημένη κριτική του Ρεαλισμού δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ιδρυματική εκπαίδευση.
Σωματικές λειτουργίες
Η εστίαση του ενδιαφέροντος στην εικαστική κουλτούρα στην ύπαρξη ή την απουσία του σώματος δίνει μια ένδειξη σχετικά με την ψηφιακή μεσολάβηση στο πραγματικό. Στις φωτογραφίες των τηλεφωνικών κέντρων του Lee και τις αναπαραστάσεις του Demand τα σώματα έχουν εξαλειφθεί. Αυτή η εξάλειψη ξεχωρίζει την ανθρώπινη μορφή ως ανεξάρτητο συντελεστή ή αντικείμενο ενατένισης. Αυτή η δουλειά αντιστέκεται σε οποιαδήποτε έκκληση για έναν στοιχειώδη βαθμό αναγνώρισης μίας κοινής σωματικής/φυσικής ύπαρξης. Στο μεσαίο τμήμα του βιβλίου, με τίτλο «Ρεαλισμός στην πράξη» (Realism in Practice), καλλιτέχνες προβάλλουν σκέψεις σχετικά με το σώμα, τον νου και την καλλιτεχνική αποστασιοποίηση. Στο έργο του Ψηφιακός διαδυκτιακός Πόλεμος (Digital Network Warfare), ο James Coupe χρησιμοποιεί την αποστολή μηνυμάτων με κινητά τηλέφωνα για να δημιουργήσει μια τέχνη μη-αναπαραστατική, από την οποία ο καλλιτέχνης μπορεί να αποδεσμευτεί και να επιτρέψει στην τεχνολογία να «εκδηλωθεί αυτόνομα» ως αναπτυσσόμενο σύστημα. Η σωματική επέμβαση εκτοπίζεται από μία συγκαλυμμένη τεχνική υποδομή. Ο Coupe αναπτύσσει μια «συστημική ανάλυση» που παραχωρεί τη μεσολάβηση τεχνολογικών διαδικασιών ελεγχόμενων από το «επιχειρησιακό σώμα».
Με την μεσολάβηση της τεχνολογίας και την αυξανόμενη αποπροσωποίηση, η ψηφιακή εποχή εγείρει θέματα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και του ξαντεριάσματος της μυθικής Δημόσιας Σφαίρας. Η BIOTEKNICA των Jennifer Willet και Shawn Bailey στρέφεται σε ηθικά διλήμματα της βιοτεχνολογίας και της δύναμης που αυτή εκπροσωπεί. Η εν δυνάμει απελευθερωτική βιοτεχνολογία, κινδυνεύει σοβαρά από την επιστράτευσή της στον καπιταλισμό, με φρικώδη αποτελέσματα. Οι εγκαταστάσεις και τα εικονικά περιβάλλοντα της BIOTEKNICA θίγουν σοβαρά θέματα για τις ελκυστικές και απωθητικές αντιφάσεις και τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της επιχειρηματικής βιοτεχνολογίας. Όπως λένε οι Willet και Bailley: «Η BIOTEKNICA εμφανίζεται διεθνώς ως και αισθητική και φρικιαστική. Είναι ένα ωραίο περιβάλλον καθαρού ντιζάιν και τεχνολογικής μαγείας ριζωμένο στην επιστημονική αισιοδοξία, και είναι επίσης και ένα σόου τεράτων –ένας χώρος όπου η αρρώστια αυξάνεται και πληθαίνει ανενόχλητη– όλα μέσα στο καπιταλιστικό μοντέλο της εκμετάλλευσης υπέρ του κέρδους, με οποιοδήποτε κόστος.» (σ. 133)
Ο χειρισμός του ανθρώπινου σώματος είναι επίσης στην καρδιά, που λέει ο λόγος, του έργου των Alan Dunning και Paul Woodrow Einstein’s Brain Project. Πηγαίνουν τον αποκεντρωμένο εαυτό (decentred self) ένα ταξίδι στην ψυχογεωγραφία του εσωτερικού χώρου. Οποιαδήποτε υπόθεση σχετικά με μια κυριολεκτική πραγματικότητα εμποδίζεται από αφηγηματικές παρεμβολές, οπότε πραγματικότητα και τέχνη δεν είναι δυνατόν να ξεχωρίσουν.
Σαν μεταφορικό αποτέλεσμα η διαρκής προσπάθεια συγκέντρωσης του εαυτού σ’ έναν δυναμικό κόσμο αντικειμένων, μπορεί να εκβάλλει σε μία αποσταθεροποιημένη πραγματικότητα, σ’ έναν κόσμο που τα πάντα βρίσκονται σε ροή, παιχνίδι, υπό αμφισβήτηση και διαπραγμάτευση. Αλλά λείπει το ιστορικό υπόβαθρο, η πραγματικότητα του φιλελεύθερου καπιταλισμού λείπει. Ένα παλαιότερο υπαρξιστικό μοντέλο αυθεντικότητας αναδύεται, μόνο που, εκεί που η παρελθούσα αυθεντικότητα των Καταστασικών πάσχιζε να προκαλέσει την κομφορμιστική υποκειμενικότητα της προηγούμενης, γραφειοκρατικής φάσης του καπιταλισμού, αυτή τη φορά επιβεβαιώνει την ευέλικτη υποκειμενικότητα του υπέρ-καπιταλισμού.
Σε αντίθεση με αυτούς που πιστεύουν πως, όπως με την υπόθεση ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε με μια άμεση αυθεντικότητα, και το παρακάτω είναι καινούργια νέα, το αυτόνομο ανθρώπινο υποκείμενο έχει καθαιρεθεί από υπέρτατος κυρίαρχος από πολύ παλιότερα. Ο Slavoj Zizek στο σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου, θυμάται τον ρόλο που έπαιξε ο Κοπέρνικος, ο Δαρβίνος, ο Φρόιντ «και πολλοί άλλοι», προσθέτει, περιλαμβάνοντας τον Μαρξ και τον Νίτσε. Αυτή η καθαίρεση δεν υπήρξε ποτέ ασκίαστος θρίαμβος, συνδυασμένη όπως ήταν με την τεχνολογική αλαζονεία και τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις της ταξικής κοινωνίας. Ο Μαρξ, ο Νίτσε και ο Φρόιντ προσπάθησαν με τον δικό τους τρόπο να «απομυθοποιήσουν» την πραγματικότητα του επιφανειακού φαίνεσθε. Ακόμα και τότε η πραγματικότητα γινόταν αντιληπτή μέσα από τεχνικά μέσα και μεταφορές. Ο Μαρξ σύγκρινε την αλλοτριωμένη πραγματικότητα του καπιταλισμού με την camera obscura.
Ο Zizek σημειώνει ότι ο Μαρξ, ο Νίτσε και ο Φρόιντ είχαν μία κοινή όπως την λέει “desublimating” ερμηνευτική της υποψίας. Με αυτό εννοεί ότι κάποιες «υψηλές» πνευματικές λειτουργίες όπως η τέχνη ή η ιδεολογία εξαρτώνται από αλλά και κρύβουν συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα σε κάποια κατώτερη ζώνη. Σήμερα, ισχυρίζεται ο Ζizek, η πραγματική δράση βρίσκεται στην αμεσότητα της εμφάνισης σωμάτων και αντικειμένων ως «πράγματα». Στον φιλοσοφικό βιταλισμό, τον υπαρξισμό και τη φαινομενολογία δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να κοιτάξει κανείς πίσω ή κάτω από τα πράγματα για να εξηγήσει την κίνηση των ορατών φαινόμενων. Αλλά το θέμα είναι ότι η δομή της αλλοτριωμένης πραγματικότητας, δεν ήταν ποτέ η ψεύτικη καλύπτρα μίας αυθεντικής ύπαρξης για τον ιστορικό υλισμό. Η ιδεολογία μπορεί να είναι αμφίσημη αλλά είναι πάντοτε αναγκαστικά έτσι, δεδομένων των συνθηκών που επικρατούν. Τα αντικειμενικά ψεύδη είναι αληθινά κοινωνικά γεγονότα.
Το ότι αυτό δεν γίνεται αντιληπτό ευνοεί τον σκιτζή της τεχνολογίας. Η σκιά του ξεπροβάλλει πάνω από την προσπάθεια της BIOTEKNICA να αποκαλύψει τις αντιφάσεις της βιοτεχνολογίας. Αυτό που ονομάζει ο Zizek «a state philosopher»(κρατικός φιλόσοφος) καλείται να κρατήσει ανέπαφο ένα ξεπερασμένο φιλελεύθερο μοντέλο του «ανθρώπινου», του οποίου το αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι ο Jurgen Habermas. Από τη μια, η περισσότερη επιστημονική έρευνα επιτρέπεται και γίνεται ανεκτή από την «state philosophy» (κρατική φιλοσοφία) κι από την άλλη, γίνονται τα πάντα προκειμένου να συγκρατηθεί και να συμβιβαστεί ο κοινωνικός και ιδεολογικός αντίκτυπος. Καλύτερα μία γενική ηθική συναίνεση παρά ένα άλμα στην επιστημονική γνώση. Στο μεταξύ ο καπιταλισμός σαρώνει την υφήλιο ως συμπαντικό σύστημα κενό νοήματος. Ο καπιταλισμός έχει μια παγκόσμια και οπότε «υπέρκοσμη» ικανότητα να συμβιώνει με όλα τα συστήματα πίστης και ιδεολογίας, καθεστώτα και πολιτισμούς. Επίσης αποκαλύπτει και ανατρέπει πρώην αγαπημένες ψευδαισθήσεις, περί δημοκρατίας και ελευθερίας για παράδειγμα, στις οποίες κάποτε στηριζόταν το φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος.
Η νεοφιλελεύθερη θριαμβολογία δεν μπορεί να προσβληθεί σε τομείς νοήματος και ηθικότητας. Σηκώνει όμως επικρίσεις στον τομέα της Αλήθειας, στο «πραγματικό του καπιταλισμού». Εδώ ο Ζίζεκ παίρνει την αφορμή και ασκεί κριτική στην αξιοσημείωτη αναβίωση του ιστορικού υλισμού στην έννοια του συμβάντος (event) του Alain Badiou . Αλλά το συμβάν του Badiou είναι πολύ περιορισμένη σύλληψη και πολιτικά αδύναμο για να πραγματοποιήσει ρήξη στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, εξού και αυτή η εχθρότητα στο παγκόσμιο «αντικαπιταλιστικό» κίνημα. Αντίθετα με τις υπάρχουσες γνώσεις σχετικά με τις διαφορετικές και ξεχωριστές λογικές κράτους και οικονομίας, ο καπιταλισμός δεν ανέχεται κανένα διαχωρισμό σε ευδιάκριτους τομείς στην πραγματικότητα γιατί η οικονομία είναι ήδη πολιτική. Οπότε οποιαδήποτε πρόκληση πρέπει για τον Zizek να γίνει μια «καθαρή πολιτική» του «οικονομικού» τομέα. Εκεί υποθέτει ότι η Αλήθεια του Πραγματικού θα μπορούσε να εκτεθεί.
Αυτό είναι ένα εκλεκτικιστικό, συναρπαστικό και ενίοτε εξοργιστικό βιβλίο. Το θέμα της εικαστικής κουλτούρας δεν είναι πάντοτε συνδεδεμένο με ζητήματα Ρεαλισμού, «ψηφιακής αισθητικής» ή «ψηφιακής εποχής». Ωστόσο, ο στόχος του βιβλίου δεν είναι να περιέχει τα πάντα από το «Α στο Ω», παρόλο που περιέχει «από το B στο Z», από τον Βaudrillard στον Zizek. Καταφέρνει να αποφύγει οποιαδήποτε μνεία στον Marshall McLuhan, ο οποίος φαίνεται να εμφανίζεται σε όλες τις συζητήσεις περί ψηφιακής κουλτούρας αυτόν τον καιρό, και από τον οποίο ο Baudrillard κατηγορείται για αισχρή απάτη. Το ότι το βιβλίο τελειώνει με χαρακτηριστικές ζιζεκικές εκρήξεις είναι σύμφωνο με την φιλοδοξία του να αφήσει τα διλήμματα του Ρεαλισμού, της ψηφιοποίησης και της εικαστικής κουλτούρας ως θέμα πράξης παρά πρώιμης αναλυτικής κατάσχεσης.
Σημειώσεις
[1] Damien Sutton, Susan Brind and Ray McKenzie (eds) The State of the Real: Aesthetics in the Digital Age (IB Tauris, 2007).
[2] Η Esther Leslie αναδεικνύει αυτό το θέμα στο βιβλίο της Walter Benjamin: Overpowering Conformism (Pluto Press, 2000).
[3] Για μία προσέγγιση από την οπτική του ιστορικού υλισμού στην ταξική κοινωνία και την πρώιμη φωτογραφία στην Αγγλία, βλέπε την εξαιρετική μελέτη του Steve Edwards, The Making of English Photography: Allegories (Pennsylvania State University Press, 2006).
Πρωτότυπο: Alex Law, "Ρεαλισμός σε έναν πλασματικό κόσμο", Variant, (30), χειμώνας 2007
Στο διαδίκτυο (αγγλ.): http://www.variant.org.uk/30texts/ALaw.html
Μετάφραση: Μυρτώ Σταμπούλου
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου