Πώς να δημιουργήσεις μια κοινότητα και το χώρο της

Της Doina Petrescu


Ερωτήματα γύρω από τον όρο «κοινότητα» [2] στην κοινωνική και πολιτική θεωρία διασταυρώνονται με αυτά που περιβάλλουν την έννοια του δημόσιου στην τέχνη και στην αρχιτεκτονική. Όπως η «κοινότητα», έτσι και το «δημόσιο», είναι μία γενική έννοια, συνήθως κατανοητή ως αυτό που είναι «κοινό»: δηλαδή αυτό που μοιράζεται ή είναι κοινού ενδιαφέροντος ή αυτό που είναι προσβάσιμο σε όλους. Το δημόσιο έχει μία γνωστική διάσταση, αλλά και μία πολιτική και ποιητική. Μπορεί επίσης να έχει μία διπλή σημασία, αυτή της κοινωνικής ολότητας και συγκεκριμένων ακροατηρίων. Η έννοια του «δημόσιου» έχει ποικιλοτρόπως διατυπωθεί ως «δημόσιος τομέας», «δημόσια σφαίρα», ή «δημόσιος χώρος», εκφράζοντας κάθε φορά μία αμφισημία και πολλαπλότητα νοημάτων.
Πολλοί αρχιτέκτονες και σχεδιαστές σήμερα υπερασπίζονται την αναγκαιότητα της ύπαρξης περισσότερων δημόσιων χώρων στην πόλη. Ο Richard Rogers στην έκθεση του προς μια Αστική Αναγέννηση (Urban Task Force, 1999) κάνει έκκληση για τέτοιους δημόσιους χώρους, τους οποίους οραματίζεται ως πλατείες, υπαίθριους χώρους ανοιχτούς σε όλους. Ωστόσο, όπως σημειώνει η Doreen Massey στο πρόσφατο βιβλίο της For Space, «από τη μεγαλύτερη δημόσια πλατεία μέχρι το μικρότερο δημόσιο πάρκο, αυτοί οι τόποι είναι προϊόντα εκ των έσω μετατοπισμένων ετερογενών και ενίοτε συγκρουόμενων κοινωνικών ταυτοτήτων /σχέσεων». [3] Αυτό είναι που δίνει την πραγματική «δημόσια» διάσταση. Τότε ο δημόσιος χώρος θα πρέπει να περιγραφεί με όρους σχέσεων σε εξέλιξη, ως ένας χώρος μόνιμης κινητικότητας, όχι μόνο σωματικής αλλά και κοινωνικοπολιτικής. Οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι θα μπορούσαν να μάθουν ότι η δημιουργικότητα είναι αναγκαία εκεί όπου η συγκρουσιακή φύση του δημόσιου χώρου αποκαλύπτεται: με το να βρίσκουν λύσεις ή και να παράγουν από κοινού κ.λπ.
Σε αυτό το σημείο, σύγχρονες καλλιτεχνικές πρακτικές μπορεί να είναι σε πιο προχωρημένο στάδιο. Αντί της επικεντρωμένης και αποκρυσταλλωμένης έννοιας του δημόσιου, που κληρονομήθηκε από τις θεωρίες του μοντερνισμού, πολλοί σύγχρονοι καλλιτέχνες, επιμελητές και όσοι εργάζονται στα πολιτιστικά, έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται και να εκφράζουν την έννοια του δημόσιου μέσα στις ρευστές και πολλαπλές μορφές του, μιλώντας για τα ακροατήρια, ως λανθάσουσες μορφές κοινωνικών ομαδοποιήσεων, διαρθρωμένες αντανακλαστικά γύρω από συγκεκριμένους λόγους (discourses). [4]
Σύμφωνα με τον Jorge Ribalta, «το δημόσιο κατασκευάζεται με ανοιχτούς, απρόβλεπτους τρόπους κατά την ίδια τη διαδικασία της παραγωγής του λόγου και μέσα από τα διαφορετικοά μέσα και τρόπους της κυκλοφορίας». Γι’ αυτό το δημόσιο δεν βρίσκεται απλώς «εκεί», περιμένοντας παθητικά την άφιξη των πολιτιστικών αγαθών, συγκροτείται μέσα στην ίδια τη διαδικασία κατά την οποία ορίζεται. Το δημόσιο είναι μία προσωρινή κατασκευή σε μόνιμη κινητικότητα. [5]


Πολλαπλοί και ανεπίσημοι παραγόμενοι δημόσιοι χώροι
Το να δημιουργείς μια κοινότητα και το να δημιουργείς χώρο για την κοινότητα δεν μπορεί να είναι διαχωρισμένα. Σχεδιαστές και αρχιτέκτονες θα μπορούσαν να αρχίσουν να εξετάζουν την εγγενή κοινωνική και σχετική διάσταση των χώρων που δημιουργούν και να ενσωματώσουν τις συγκεκριμένες χρονικότητες και κινητικότητες στη διαδικασία σχεδιασμού. Η κατανόηση του Lefebve ότι η «παραγωγή του χώρου» είναι κοινωνικοπολιτική κατασκευή, είναι πλέον ευρέως αποδεκτή, πολύ πέραν του μαρξισμού και της κοινωνιολογίας, ως μία βάση για οποιαδήποτε βιώσιμη προσέγγιση στην αστική ανάπτυξη. Το ερώτημα που παραμένει είναι αυτό της μεθοδολογίας και της κριτική καινοτομίας, ο βαθμός της ανοιχτότητας διαφορετικών επαγγελματικών και πολιτικών πλαίσιων που υποστηρίζουν τέτοιες προσεγγίσεις, που θα μπορούσαν να αφήνουν χώρο για το απρόβλεπτο και για προτάσεις που ξεκινούν από κάτω, που προέρχονται από πραγματικά αιτήματα. Η αρχιτεκτονική παραγωγή του δημόσιου χώρου θα μπορούσε να ξεκινήσει με τον προσδιορισμό των απαιτήσεων που έχουμε για αυτόν. Μερικές φορές αυτές οι απαιτήσεις είναι ταπεινές και ανεπίσημες αλλά αυτό που είναι σημαντικό είναι πώς να τις μετασχηματίσουμε σε μία υπόθεση εργασίας, σε μία πρόκληση και ενίοτε σε μία πρόταση, η οποία θα αφήνει χώρο στην πολλαπλότητα των επιθυμιών και των αναγκών διαφορετικών ομάδων χρηστών.
Ένα τέτοιο παράδειγμα δίνεται από το project του muf «Μικροί Ανοιχτοί Χώροι οι οποίοι δεν είναι Πάρκα» [6] που τους ανατέθηκε από την Αναπτυξιακή Σύμπραξη του Stratford για λογαριασμό της Περιφέρειας του Newham του Λονδίνου, το 2003. Ήταν μία ανάθεση σε συνεργασία με τους κατοίκους προκειμένου να προσδιορίσουν μικρούς ανοιχτούς χώρους κατάλληλους για επένδυση, επινοώντας προγράμματα και προσδιορίζοντας πηγές χρηματοδότησης γι’ αυτά και να αναγνωρίσουν την ανάγκη να δώσουν χώρο στους νέους ανθρώπους της περιφέρειας. Μέσω μίας ευρείας διαβούλευσης, τριάντα τέσσερα ξεχωριστά σημεία εντοπίστηκαν σε ολόκληρη την περιφέρεια, τα οποία περιλάμβαναν απροσδόκητους τύπους ανοιχτών χώρων, τους οποίους οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν ως «δημόσιους»: μία γέφυρα πεζών, ένα φουαγιέ κινηματογράφου, υπόγειες διαβάσεις, μία λωρίδα πεζοδρομίου έξω από ένα chip shop, ένα σοκάκι, ένας δρόμος που συχνάζουν μόνο κορίτσια. Το muf μετέφρασε αυτήν την εμπειρία σε μια συνοπτική έκθεση και μία πρόταση, η οποία αναφέρεται στην τυπολογία των χώρων που λαμβάνει υπόψη της όλες τις καταγεγραμμένες απαιτήσεις. Αυτό που είναι σημαντικό είναι η πολλαπλότητα και το μικρό τους μέγεθος, που εκφράζει την κλίμακα της χρήσης, τη μετριοπάθεια, μα και την ακρίβεια των απαιτήσεων.
Στο πρότζεκτ «Parks&Products», το public works [7] αναγνωρίζει τις διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες εκδηλώνονται μέσω χωρικών και χρονικών μεταβλητών, που διαμορφώνουν το δημόσιο χώρο του Kensington Garden. Το πρότζεκτ προτείνει εργαλεία και διαδικασίες που λειτουργούν μαζί με τη ρευστή και αφαιρετική οντότητα μίας «κοινότητας», δομημένης από ανεπίσημες και προσωρινές σχέσεις μεταξύ κηπουρών, ανθρώπων που βγάζουν βόλτα τα σκυλιά, του προσωπικού εστίασης, περιπατητών, μαθητών από το College Park School κ.λπ. Τα εργαλεία τους συγκεκριμενοποιούνται ως χωρικά αντικείμενα και μηχανισμοί υποδομής, τα οποία αυξάνουν τη συνδεσιμότητα και ενισχύουν τη δικτυακή φύση του δημόσιου χώρου. Η ποιότητα αυτών των μηχανισμών εδράζεται στην κινητικότητά τους, στην προσωρινότητά τους, στο μικρό τους μέγεθος, και την ανεπισημότητά τους. Καθορίζουν ως τέτοια την ανοιχτή, ασχεδίαστη και αναδυόμενη φύση του δημόσιου χώρου.


Αντιμέτωποι με τις ακατάστατες, σύνθετες ζωές των χρηστών

Υπάρχει μία παράδοση «μη-σχεδιασμού» στη Βρετανική Αρχιτεκτονική η οποία ξεκινά τη δεκαετία του 1970: μία αρχιτεκτονική η οποία εκπροσωπείται από επαγγελματίες όπως ο Cedric Price και θεωρητικούς όπως Rayner Banham, Peter Barker και Peter Hall, που αποσκοπούσαν στην ανατροπή της νομοθεσίας του σχεδιασμού και ήθελαν να «φέρουν ξανά πίσω το σχεδιασμό στην πολιτική», προωθώντας την ελευθερία, την κοινωνική κινητικότητα και τη συμμετοχή [8]. Από αυτή την αρχιτεκτονική, που εξακολουθεί να πιστεύει στις μοντερνιστικές αξίες και στον επαναστατικό ρόλο της τεχνολογίας, πρακτικές όπως αυτές του muf και του public works διατήρησαν την αντίστασή τους στην επιβεβλημένη αισθητική, την παιχνιδιάρικη και ενθουσιώδη προσπάθειά τους, προκειμένου να κάνουν τους ανθρώπους να διαμορφώσουν το δικό τους περιβάλλον.
Η σημαντική ώθηση για συμμετοχή, η οποία πήγαζε από κριτικές πρακτικές κατά τη δεκαετία του 1970, έχει τώρα γίνει η καραμέλα της κυβέρνησης. Στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αστικές πολιτικές και πρακτικές αναβάθμισης ενθαρρύνουν τη «συμμετοχή στην Κοινότητα», αλλά λόγω έλλειψης σαφήνειας, παράγουν στερεοτυπικές προσεγγίσεις και επαναλαμβάνουν πάγιες έννοιες της «κοινότητας» και του «δημόσιου χώρου». Τα υπάρχοντα πλαίσια και των δύο κυβερνητικών και τοπικών συμμετοχικών προγραμμάτων οργανώνονται με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους την ιδιαιτερότητα κάθε συνθήκης. Η συμμετοχή γίνεται ένα οργανωμένο (και εν δυνάμει χειραγωγημένο) μέρος ενός οποιουδήποτε σχεδίου ανάπλασης, στο οποίο προτίθενται να δώσουν φωνή στους χρήστες, αλλά η ίδια η διαδικασία ακυρώνει το αποτέλεσμα. Το πρόβλημα είναι επίσης ότι ο όρος «συμμετοχή» είναι αποδεκτός άκριτα, εξιδανικευμένος και κεντροθετημένος γύρω από έννοιες της συναίνεσης [9]. Είναι αυτό που ορισμένοι θα αποκαλούσαν «ψευδο-συμμετοχικότητα» και, όπως προτείνει ο Till, το διακύβευμα για τους σύγχρονους αρχιτέκτονες και σχεδιαστές θα ήταν «πώς να περάσουν από αυτό σε μία συμμετοχή, η οποία πραγματικά θα μετασχηματίζει, πώς να προτείνουν μια θετική μεταμόρφωση της αρχιτεκτονικής παραγωγής, η οποία θα ωφελεί τόσο τους αρχιτέκτονες όσο και τους χρήστες» [10]. Αυτή η μετασχηματιστική συμμετοχή «καθιστά αναπόφευκτη τη σύγκρουση με το διαφορετικό, καθώς οι χρήστες θα καταθέσουν τις προσωπικές τους πεποιθήσεις. Κατά τη διαπραγμάτευση του προσωπικού με το κοινωνικό, του ατομικού με το συλλογικό, θα αναδυθεί ο πολιτικός χώρος». Αυτό είναι κάτι που οι αρχιτέκτονες, οι οποίοι εξακολουθούν να έχουν εμμονή με τη διατήρηση του ελέγχου του χώρου μέσω των κτιρίων τους, θα μπορούσαν να μάθουν, ότι δηλαδή οι καλλιτεχνικές πρακτικές μπορούν να παράσχουν εργαλεία και κριτικές μεθόδους για να προσεγγίσουν αυτό το οποίο πάει πέρα από την αυστηρή διαχείριση, προκειμένου να αποκαλύψουν τον πολιτικό χαρακτήρα του χώρου. Οι καλλιτέχνες είναι, μερικές φορές, σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουν τις «ακατάστατες, σύνθετες ζωές των χρηστών».


«Αόρατη» Αρχιτεκτονική
Ο σύγχρονος θεωρητικός τέχνης και επιμελητής Stephen Wright έχει επισημάνει την εμφάνιση ενός ευρέος φάσματος πρακτικών τα τελευταία χρόνια, που μπορούν να περιγραφούν περισσότερο ως σχετικές με την τέχνη, αντί για αμιγώς καλλιτεχνικές δραστηριότητες [11]. Συνιστούν ένα είδος «‘αόρατης’ τέχνης», οι οποίες λειτουργούν συχνά σε πλαίσια απομακρυσμένα από τον κατεξοχήν χώρο της τέχνης και παρεισφρέουν σε σφαίρες της «δημιουργίας του κόσμου», πέρα από το πεδίο δράσεως του έργου που λειτουργεί κάτω από το λάβαρο της τέχνης. Αντιλαμβάνονται την τέχνη με όρους των ειδικών μέσων, των εργαλείων και της ικανότητας για αυτήν, παρά των ειδικών σκοπών της ως έργων τέχνης. Μέσα σε αυτές τις πρακτικές, «η τέχνη παραμένει ελεύθερη να αναπτύξει όλη τη συμβολική της ισχύ δίνοντας αυξημένη ορατότητα και αναγνωσιμότητα στις κοινωνικές διεργασίες όλων των ειδών». Η τέχνη θεωρούμενη ως μια «λανθάνουσα δραστηριότητα» έχει μια άλλη λειτουργία, ή με τους όρους του Wright, μια «αξία χρήσης»: «εμφανίζεται στην καθημερινότητα όχι για να την αισθητικοποιήσει αλλά για να πληροφορήσει».
Αμφισβητώντας το ρόλο των αρχιτεκτονικών πρακτικών στην επανεκτίμηση των καθημερινών δραστηριοτήτων και στην επαναφορά της αξίας στους ήδη υπάρχοντες τόπους, ίσως μία «‘αόρατη’ αρχιτεκτονική» θα μπορούσε επίσης να υπάρχει: μια αρχιτεκτονική η οποία θα ασχολείτο με δραστηριότητες σχετικές με την αρχιτεκτονική, και όχι ειδικά για την αρχιτεκτονική, η οποία θα εξέταζε την αρχιτεκτονική από την άποψη των ειδικών της μέσων (εργαλεία, ικανότητες, διαδικασίες), αντί των ειδικών σκοπών (κατασκευές και κτίρια). Τι θα ήταν αυτή η αρχιτεκτονική η οποία «θα εμφανιζόταν στην καθημερινότητα» όχι για να την μορφοποιήσει αλλά να την πληροφορήσει;
Αυτό είναι ένα ερώτημα που επίσης έχω θέσει, στο δικό μου atelier d'architecture autogérée (aaa), μια συλλογική πρακτική, η οποία συμπεριλαμβάνει αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες, πολεοδόμους, αρχιτέκτονες τοπίου, κοινωνιολόγους, σπουδαστές και κατοίκους που ζουν στη περιοχή La Chapelle του Παρισιού [12]. Μαζί διεξάγουμε έρευνα σε συμμετοχικές αστικές δράσεις. Η πρακτική αυτή επιτρέπει την επανοικειοποίηση και την επανεφεύρεση του δημόσιου χώρου μέσα από καθημερινές δραστηριότητες (κηπουρική, μαγειρική, κουβέντα, διάβασμα, συζητήσεις κ.λπ.),οι οποίες νοούνται ως δημιουργικές πρακτικές στο αστικό πλαίσιο. Ο στόχος είναι να δημιουργηθεί ένα δίκτυο από αυτο-διαχειριζόμενους χώρους, ενθαρρύνοντας τους κατοίκους να αποκτήσουν πρόσβαση στη γειτονιά τους και να οικειοποιηθούν και να μετατρέψουν προσωρινά σε κάτι άλλο τους διαθέσιμους χώρους που υπολειτουργούν. Είναι μια προσέγγιση που δίνει αξία σε μία ευέλικτη και αναστρέψιμη χρήση του χώρου, και στοχεύει στη διατήρηση της αστικής «βιοποικιλότητας», παρέχοντας τη δυνατότητα να συνυπάρχουν ένα ευρύ φάσμα τρόπων ζωής (life styles) και πρακτικών επιβίωσης. Το σημείο εκκίνησης ήταν η υλοποίηση ενός προσωρινού κήπου, κατασκευασμένου από ανακυκλωμένα υλικά σε μια από τις εγκαταλελειμμένες τοποθεσίες που ανήκουν στην RFF (τη γαλλική εταιρία σιδηροδρόμων), που βρίσκεται στην περιοχή. Αυτός ο κήπος, που ονομάζεται ECObox, έχει επεκταθεί σταδιακά σε μια πλατφόρμα για αστική δημιουργικότητα, σε επιμέλεια των μελών της aaa, των κατοίκων και των εξωτερικών συνεργατών, ως καταλύτης για τις δραστηριότητες σε επίπεδο ολόκληρης γειτονιάς. Έχει κυριολεκτικά ενσωματωθεί στην καθημερινή ζωής της γειτονιάς [13]. Αυτό που έχει ενδιαφέρον σε όλες τις πρακτικές που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι ότι καμία δεν έχει χαρακτηριστεί ως αρχιτεκτονική πρακτική με τον παραδοσιακό τρόπο. Οι πρακτικές αυτές βρίσκονται «ανάμεσα» και οι προτεινόμενοι μηχανισμοί έχουν ως στόχο να αυξήσουν αυτό το «ανάμεσα», προκειμένου να αποκαλύψουν ό,τι είναι διαφορετικό, αλλά και ό,τι είναι κοινό σε μία πολύπλευρη προσέγγιση, χρησιμοποιώντας από κοινού μεθόδους και επινοώντας κοινά εργαλεία. Η ανταλλαγή μεθοδολογίας και η υβριδοποίηση αυξάνουν τη δημιουργικότητα και ανοίγουν απρόσμενες δυνατότητες σκέψης και δράσης στη δημόσια σφαίρα.


Οι ιδιαιτερότητες της ύπαρξης
Αν η Katherine Shonfield [14] αναγνωρίζει ότι ο ρόλος της τέχνης στην αστική αναγέννηση είναι να κάνει τους χρήστες να αισθάνονται περισσότερο ενδυναμωμένοι στις αντιπαραθέσεις τους με τους κανόνες και τις πολιτικές, δεν θα μπορούσε κατ’ επέκταση αυτό να γίνει ο ρόλος μιας αρχιτεκτονικής πρακτικής, αν αυτή η πρακτική δεχόταν να απαλλαγεί από την εξουσία και την ισχύ της; Το aaa προσδιορίζεται ως μια πρακτική που επιτρέπει στους κατοίκους να συμμετέχουν άμεσα, να αποφασίζουν πώς θέλουν να οργανωθούν, γνωρίζοντας ότι ενίοτε οι επιθυμίες της κοινότητας μπορεί να είναι διαφορετικές από τα δημόσια ή ιδιωτικά συμφέροντα. Τόσο οι κάτοικοι όσο και οι επαγγελματίες γίνονται ισότιμα μέλη σε μία «συναρμογή»: «τι συμβαίνει εξαρτάται από το τι οι άνθρωποι φέρνουν μαζί τους και από το τι κάνουν τη στιγμή που θα είναι εκεί». Αυτού του είδους η δομή, διατηρεί επίσης μια συγκεκριμένη οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία κατά τη διαδικασία διαπραγμάτευσης ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο σώμα. Αλλά την ίδια στιγμή, είναι μια δομή που παίρνει ρίσκο, διότι τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο, όταν όλα εξαρτώνται από την παρουσία όλων των εμπλεκομένων. Μερικές φορές η παρουσία αυτή είναι συγκρουσιακή, καθώς η επιθυμίες του κόσμου αλλάζουν στην πορεία και κανείς θα πρέπει να μάθει πώς να διαχειρίζεται τις εντάσεις, τις αντιφάσεις, τις αντιθέσεις και τις αποτυχίες. Οι κάτοικοι, επίσης, συμμετέχουν στην επινόηση νέων εργαλείων για πολλαπλή και ευέλικτη χρήση. Για παράδειγμα, μια σειρά από ενότητες κινητών επίπλων έχουν παραχθεί σε συνεργασία μελών του aaa, οικο-σχεδιαστών (eco-designers), κατοίκων και φοιτητών, για να λειτουργήσουν ως αστικοί καταλύτες και κινητές επεκτάσεις του ECObox garden: αυτές περιλαμβάνουν μια αστική κουζίνα, ένα χώρο παιχνιδιού, ένα εργαστήριο πληροφόρησης(media lab), μια βιβλιοθήκη, ένα σιντριβάνι-συλλέκτη όμβριων υδάτων και ένα μίνι εργαστήριο ξυλουργικής. Παράγουν υποδομές και δίκτυα, διεγείρουν την επιθυμία και την ευχαρίστηση στο επίπεδο της εγγύτητας. Οι κάτοικοι μπορούν να τα χρησιμοποιούν για διάφορες δραστηριότητες για να οικειοποιηθούν το χώρο εντός της πόλης. Κανείς δεν ελέγχει τα αποτελέσματα αυτών των πρακτικών: ούτε οι αρχιτέκτονες, ούτε οι θεσμικοί εκπρόσωποι, ούτε καν η κοινότητα.
Αυτή η έλλειψη εξουσίας είναι ταυτόχρονα μια τεράστια εξουσία. Δεν είναι η δύναμη του να κάνεις πράγματα για την κοινότητα ή να την εκπροσωπείς, (το οποίο είναι ένα προνόμιο των αρχιτεκτόνων, των σχεδιαστών και των γραφείων ανάπλασης), αλλά του να συμμετέχεις στη δημιουργία της ίδιας της Κοινότητας μέσω διακριτών χωρικών παρεμβάσεων. Πρόκειται για μια κοινή εμπειρία της κοινότητας: «η κοινότητα γίνεται, ή μάλλον συμβαίνει, σε όλους εμάς από κοινού», όπως λεέι ο Jean-Luc Nancy. [15]


Ο δημόσιος χώρος της εγγύτητας
Μια ανανεωμένη προσέγγιση στην αρχιτεκτονική και στον αστικό σχεδιασμό δεν μπορεί μόνο να ξεκινήσει από κεντρικές δομές και κυβερνητικούς φορείς. Θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει «μικροσκοπικές προσπάθειες» στο επίπεδο των συλλογικών και ατομικών επιθυμιών εντός των μικρο-κοινωνικών θραυσμάτων του δημόσιου χώρου: συνελεύσεις γειτονιών, άτυπες ομάδες, αυτοδιαχειριζόμενες οργανώσεις, μικρά ιδρύματα, εναλλακτικοί χώροι και μεμονωμένα άτομα. Οι πολιτικές της αστικής ανάπτυξης πρέπει να μάθουν πώς να τροφοδοτούν τις συνθήκες για τέτοιες απόπειρες.
Η μικρο-διάσταση των παρεμβάσεων του public works (π.χ. κατασκευασμένα αντικείμενα, αυτοσχέδια αστικά έπιπλα, καθαρισμός και συγκέντρωση αγαθών, κ.λπ.), φέρνουν ακρίβεια, λεπτομέρεια και τοπικότητα μέσα στο δημόσιο χώρο. Οι δραστηριότητες αυτές είναι επιπλέον αποτελεσματικές στις προσπάθειες τους να αλλάξουν και να μεταμορφώσουν το χώρο. Η κλίμακα της εγγύτητας, οι μικρής κλίμακας επινοήσεις και οι μικρές αποστάσεις, που οριοθετούν την περιοχή παρέμβασης, φέρουν μία διαφορετική ποιότητα στα δίκτυα και τις σχέσεις των συμμετεχόντων. Αυξάνουν την ένταση της ζωής.
Όπως και με το πρότζεκτ του aaa στο Παρίσι και του muf «Μικροί ανοιχτοί χώροι που δεν είναι πάρκα», η μικρή κλίμακα μπορεί να καθορίσει τον ίδιο το δημόσιο χώρο. Τέτοια πρότζεκτ βασίζονται στην προσωρινή οικειοποίηση και τη χρήση των εγκαταλελειμμένων χώρων και των αστικών κενών και συνήθως περιλαμβάνουν το χώρο που θεωρείται άχρηστος από την αγορά του real estate ή που έχει προσωρινά παραμεληθεί από τις πολιτικές του αστικού σχεδιασμού. Αυτοί είναι «άλλοι χώροι», το «άλλο» σε σχέση με τη «σχεδιασμένη πόλη». Μελέτες έχουν αποδείξει ότι στις μεγάλες πόλεις λειτουργούν ως εναλλακτική λύση στις συμβατικές μορφές δημόσιου χώρου, που σήμερα όλο και περισσότερο υπόκεινται σε παρακολούθηση και έλεγχο. Τα αστικά «απομεινάρια» είναι χώροι σχετικής ελευθερίας, όπου οι κανόνες και οι κώδικες μπορούν ακόμη να επαναπροσδιοριστούν. Αυτοί οι «χώροι αβεβαιότητας», για να δανειστώ τον όρο των αρχιτεκτόνων Cuppers και Miessen [16], είναι το ακριβώς αντίθετο των λειτουργικών χώρων της πόλης, που αναδιατυπώνουν το δημόσιο χώρο, ως ετερογενή, εύθραυστο, αόριστο, κατακερματισμένο και πολλαπλό. Το καθεστώς των εν λόγω χώρων έδωσε έμπνευση στη στρατηγική του aaa, σκοπός του οποίου ήταν να αφήσει περιθώριο για «άλλους», άλλους από τους συνήθεις συντελεστές της διαδικασίας του πολεοδομικού σχεδιασμού, ορατούς και λιγότερο ορατούς χρήστες, μέσω μιας διεργασίας που θα τους επέτρεπε να συμμετάσχουν στη λήψη αποφάσεων και να αναλάβουν τον έλεγχο των χώρων στην περιοχή που ζουν. Είναι επίσης μια πολιτική διαδικασία. Το πρόβλημα είναι πώς να αποφευχθεί η παγίωση των λειτουργιών σε αυτούς τους χώρους, ενώ θα διατηρούν την ευελιξία τους, την προγραμματική «αβεβαιότητα», την ευθραυστότητα και την αοριστία τους.
Ένας άλλος τρόπος για τη δημιουργία ενός δημόσιου χώρου εγγύτητας είναι μέσω της ταξινόμησης των προσωρινών δυναμικών. Η στρατηγική του aaa επιχειρεί να διαχειριστεί αυτές τις διαφορετικές προσωρινότητες, τις πολιτικές χρήσης και τα καθεστώτα ιδιοκτησίας για να προτείνει, αντί αυτών, προσωρινές κατοικήσεις, οι οποίες θα δημιουργήσουν νέες χρήσεις και νέες αστικές λειτουργίες στην περιοχή. Η προσωρινότητα προϋποθέτει πολλαπλότητα και κινητικότητα. Οι κινητές μονάδες επίπλων, που ενεργούν ως αστικοί καταλύτες στην περιοχή, δημιουργούν προσωρινούς συντελεστές και διαμορφώνουν εξελισσόμενα δίκτυα δραστών. Καθώς οι στόχοι είναι συνεχώς εξελισσόμενοι ανάλογα με νέες χωροταξικές ευκαιρίες, η συμμετοχή γίνεται μια διαδικασία-σε-εξέλιξη. Συνήθως, η συμμετοχική διαδικασία είναι παγιωμένη μόλις ικανοποιηθούν οι στόχοι: όταν ένας διεκδικούμενος χώρος καταλαμβάνεται, ένα πρότζεκτ στήνεται, κ.λπ. Ο ρόλος των προσωρινών δραστηριοτήτων είναι να διατηρήσουν τη χρήση του χώρου και τη διαδικασία των αποφάσεων ανοικτή.
Η βιωσιμότητα των διαδικασιών εντός προσωρινών (αρχιτεκτονική και την τέχνη) παρεμβάσεων είναι ένας από τους προβληματισμούς σχετικά με τα προγράμματα ανάπλασης που στοχεύουν σε ακριβείς παρεμβάσεις και δεν λαμβάνουν υπόψη τη συνέχεια της δυναμικής που οι ίδιες έχουν δημιουργήσει. Επιτρέποντας (τόσο με οικονομικούς όσο και με πολιτικούς όρους) στους χώρους να λειτουργούν σύμφωνα με τη δική τους δυναμική, ενθαρρύνοντας διάφορους προσωρινούς και αυτο-διαχειριζόμενους συντελεστές να αναδυθούν στο χρόνο, είναι μια λύση για να υποκινηθεί η συμμετοχή του κοινού και να καταστεί μία βιώσιμη και μετασχηματιστική διαδικασία.


Σημειώσεις
[1] [...]
[2] Φιλοσοφικές έρευνες για την έννοια της κοινότητας από τους Jean-Luc Nancy (The inoperative Community, 1983), Maurice Blanchot (The Unavowable Community, 1983) και Giorgio Agamben (The Coming Community, 1993), επιδιώκουν να την ανοίξουν σε ένα ευρύτερο πολιτικό-ηθικό πλαίσιο. Το κάλεσμα της Nancy για την αποδόμηση της υπάρχουσας κοινότητας έχει ιδιαίτερη επίδραση: η κοινότητα ως ο κυρίαρχος Δυτικός πολιτικός σχηματισμός, θεμελιωμένος σε έναν ολοκληρωτικό μύθο που βασίζεται στον αποκλεισμό και την εθνική ενότητα, πρέπει να είναι ακούραστα «ακατέργαστος», ώστε να φιλοξενεί εκτεταμένες και ρευστές μορφές συγκατοίκησης στον κόσμο, συνύπαρξης.
[3] D. Massey, For Space, Sage Publications, London 2005, σ. 152.
[4] Cf. Michael Warner, Publics and Counterpublics, Zone Books, New York, 2002.
[5] J. Ribalta, “Mediation and Construction of Publics: The MACBA experience”, http://republicart.net/disc/institution/ribalta01_en.htm
[6] Το muf είναι μια συλλογική πρακτική τέχνης και αρχιτεκτονικής στη δημόσια σφαίρα με έδρα το Λονδίνο (http://www.muf.co.uk/urban.htm)
[7] To public works είναι μία καλλιτεχνική/αρχιτεκτονική κολεκτίβα με έδρα το Λονδίνο και αποτελείται από τρεις αρχιτέκτονες και έναν καλλιτέχνη που έχουν συνεργαστεί κάτω από διαφορετικές συγκυρίες από το 1998 (http://www.publicworksgroup.net/pages/Park_Products_01.html)
[8] Βλ. σχ. “Non-Plan Essays on Freedom, Participation and Change”, Modern Architecture and Urbanism, Jonathan Hugues and Simon Sadler (επιμ.), Architectural Press, Oxford 2000, σσ. 2 – 22.
[9] Για παράδειγμα, το βιβλίο Architecture and Participation επικρίνει προ-διαμορφωμένες συμμετοχικές προσεγγίσεις και προτείνει καινοτόμες προσεγγίσεις, οι οποίες είναι ταυτόχρονα δημιουργικές και κριτικές.
[10] J. Till, “The Negotiation of Hope” στο Architecture and Participation, P,B Jones, D. Petrescu, Jeremy Till, (επιμ.), Spon Press, Λονδίνο 2005, σ.31.
[11] Stephen Wright, “The Future of the Reciprocal Readymade: An Essay on Use-Value and Art-Related Practice”, http://www.turbulence.org/blog/archives/000906.html.
[12] Το Atelier d'architecture autogérée / στούντιο αυτο-διαχειριζόμενης αρχιτεκτονικής (aaa) είναι μια συλλογική πλατφόρμα, η οποία πραγματοποιεί δράσεις και έρευνα σχετικά με τις τις αστικές μεταλλάξεις και τις πολιτιστικές, κοινωνικές και πολιτικές αναδυόμενες πρακτικές στη σύγχρονη πόλη (www.urbantactics.com).
[13] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. σχ. το άρθρο μου “Losing control, keeping desire”, Architecture and Participation, PB Jones, D. Petrescu, Jeremy Till, (επιμ.), Routledge, London 2005, σσ. 43-64.
[14] Κ. Shonfield “We need artists’ ways of doing things – A critical analysis of the role of the artists in regeneration practice”, Architecture and Participation, PB Jones, D. Petrescu, Jeremy Till, (επιμ.), Routledge , London 2005, σ.225.
[15] Πρβλ. Jean-Luc Nancy, The inoperative Community.
[16] Πρβλ. Κ. Cupers και Μ. Miessen, Spaces of Uncertainty, Wuppertal, Müller Verlag, 2002.

Πρωτότυπο κείμενο: "How to make a Commynity as well as the space for it", http://www.peprav.net/tool/spip.php?article31

Μετάφραση: ratnet 2009


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου