Άυλη εργασία (Immaterial labour)

[…]
[Ως «άυλη εργασία» ορίζεται] η εργασία που παράγει το πληροφορικό και πολιτιστικό περιεχόμενο του εμπορεύματος. Η έννοια της άυλης εργασίας σχετίζεται με δύο διαφορετικές όψεις της εργασίας. Από τη μια, όσον αφορά το «πληροφοριακό περιεχόμενο» του εμπορεύματος, σχετίζεται απευθείας με τις αλλαγές που έλαβαν χώρα στις διαδικασίες της εργασίας στις μεγάλες εταιρείες στον βιομηχανικό και τον τριτογενή τομέα, όπου οι δεξιότητες που εμπλέκονται στην εργασία είναι ολοένα και περισσότερο δεξιότητες που περιλαμβάνουν κυβερνητικό έλεγχο και χρήση υπολογιστών (και οριζόντια και κάθετη επικοινωνία). Από την άλλη, όσον αφορά τη δραστηριότητα που παράγει το «πολιτιστικό περιεχόμενο» του προϊόντος, η άυλη εργασία εμπλέκει μια σειρά από δραστηριότητες που δεν αναγνωρίζονται τυπικά ως «εργασία» – με άλλα λόγια, το είδος των δραστηριοτήτων που εμπλέκονται στον καθορισμό και την καθιέρωση των πολιτιστικών και καλλιτεχνικών προτύπων, της μόδας, του γούστου, των καταναλωτικών προτύπων, και, πιο στρατηγικά, της κοινής γνώμης. Κάποτε το προνομιακό πεδίο της μπουρζουαζίας και των γόνων της, αυτές οι δραστηριότητες έχουν ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1970 γίνει η επικράτεια αυτού που έχουμε ορίσει ως «μαζική διανοητικότητα». Οι βαθιές αλλαγές σε αυτούς τους στρατηγικούς τομείς έχουν ριζικά τροποποιήσει όχι μόνο τη σύνθεση, τη διαχείριση, και τον έλεγχο της εργατικής δύναμης –την οργάνωση της παραγωγής– αλλά επίσης, και πιο βαθιά, το ρόλο και τη λειτουργία των διανοούμενων και των δραστηριοτήτων τους μέσα στην κοινωνία.
Ο «μεγάλος μετασχηματισμός» που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 έχει αλλάξει τους όρους με τους οποίους τίθεται η ερώτηση. Η χειρωνακτική εργασία συμπεριλαμβάνει ολοένα και περισσότερο διαδικασίες που θα μπορούσαν να καθοριστούν ως «διανοητικές», και οι νέες τεχνολογίες της επικοινωνίας χρειάζονται ολοένα και περισσότερο υποκειμενικότητες πλούσιες σε γνώση. Δεν είναι απλώς ότι η διανοητική εργασία υποτάχθηκε στα πρότυπα της καπιταλιστικής παραγωγής. Αυτό που συνέβη είναι ότι μια νέα «μαζική διανοητικότητα» έχει αποκτήσει υπόσταση, δημιουργημένη από έναν συνδυασμό των απαιτήσεων της καπιταλιστικής παραγωγής και των μορφών «αυτο-αξιοποίησης» που ο αγώνας ενάντια στην εργασία έχει παράγει. Η παλιά διχοτομία μεταξύ «πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας» αποτυγχάνει να συλλάβει τη νέα φύση της παραγωγικής δραστηριότητας, η οποία φέρνει στο προσκήνιο αυτόν το διαχωρισμό και τον μετασχηματίζει. Ο διχασμός μεταξύ σύλληψης και εκτέλεσης, μεταξύ εργασίας και δημιουργικότητας, μεταξύ δημιουργού και κοινού, είναι ταυτοχρόνως ξεπερασμένη μέσα στην «εργασιακή διαδικασία» ενώ επανακάμπτει ως πολιτική εντολή μέσα στη «διαδικασία της αξιοποίησης».
[...]
Όλα τα χαρακτηριστικά της μεταβιομηχανικής οικονομίας (συγχρόνως στη βιομηχανία και στην κοινωνία ως όλον) απαντώνται σε μεγάλο βαθμό στις κλασικές μορφές της «άυλης» παραγωγής: παραγωγή οπτικοακουστικού υλικού, διαφήμιση, μόδα, παραγωγή λογισμικού, φωτογραφία, πολιτιστικές δραστηριότητες, και ούτω καθ’ εξής. Οι δραστηριότητες αυτού του είδους άυλης εργασίας μας ωθούν να αμφισβητήσουμε τους κλασικούς ορισμούς της εργασίας και της εργατικής δύναμης, διότι συνδυάζουν τα αποτελέσματα ποικίλων διαφορετικών τύπων εργασιακής επιδεξιότητας: διανοητικές επιδεξιότητες, όσον αφορά στο πολιτιστικό-πληροφοριακό περιεχόμενο· χειρωνακτικές επιδεξιότητες ως ικανότητα να συνδυάζονται δημιουργικότητα, φαντασία, και τεχνική και χειρωνακτική εργασία· και επιχειρηματικές επιδεξιότητες στη διαχείριση των κοινωνικών σχέσεων και τη δημιουργία της κοινωνικής συνεργασίας της οποίας αποτελούν μέρος. Αυτή η αύλη εργασία συγκροτεί τον εαυτό της σε μορφές οι οποίες είναι άμεσα συλλογικές, και μπορούμε να πούμε ότι υφίσταται μόνο στη μορφή των δικτύων και των ροών. Η οργάνωση του παραγωγικού κύκλου της άυλης εργασίας (γιατί αυτό ακριβώς είναι –από τη στιγμή που θα εξαλείψουμε τις εργοστασιοκεντρικές προκαταλήψεις μας– ένας κύκλος παραγωγής) δεν είναι πρόδηλα εμφανής στο μάτι, διότι δεν καθορίζεται από τους τέσσερις τοίχους του εργοστασίου. Η τοποθεσία στην οποία δρα είναι έξω, στην κοινωνία ευρύτερα, σε ένα χωρικό επίπεδο που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «η δεξαμενή της άυλης εργασίας». Μικρές και μερικές φορές πολύ μικρές «παραγωγικές μονάδες» (συχνά απαρτιζόμενες από ένα και μόνο άτομο) οργανώνονται για συγκεκριμένα ad hoc έργα, και μπορεί να υφίστανται μόνο στη διάρκεια αυτών των συγκεκριμένων εργασιών. Ο παραγωγικός κύκλος δραστηριοποιείται μόνο κατ’ απαίτηση του καπιταλιστή; από τη στιγμή που θα γίνει η δουλειά, ο κύκλος εξαφανίζεται ξανά στα δίκτυα και στις ροές που καθιστούν εφικτή την αναπαραγωγή και τον εμπλουτισμό των παραγωγικών δυνατοτήτων του. Επισφάλεια, υπερεκμετάλλευση, κινητικότητα και ιεραρχία είναι τα πλέον προφανή χαρακτηριστικά της μητροπολιτικής άυλης εργασίας. Πίσω από την ταμπέλα του ανεξάρτητου «αυτο-απασχολούμενου» εργαζόμενου, αυτό που στην πραγματικότητα βρίσκουμε είναι ένα διανοητικό προλεταριάτο, το οποίο ωστόσο αναγνωρίζεται ως τέτοιο μόνο από τους εργοδότες που εκμεταλλεύονται αυτήν ή αυτόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτό το είδος εργασιακής ύπαρξης είναι όλο και πιο δύσκολο να ξεχωρίσουμε τον ελεύθερο χρόνο από το χρόνο εργασίας. Μ’ έναν τρόπο, η ζωή γίνεται αδιαχώριστη από τη δουλειά. Αυτή η μορφή εργασίας χαρακτηρίζεται επίσης από πραγματικές διαχειριστικές λειτουργίες οι οποίες συνίστανται 1) σε μία συγκεκριμένη επιδεξιότητα στη διαχείριση των κοινωνικών σχέσεων και 2) στην απόσπαση της κοινωνικής συνεργασίας μέσα από τη δεξαμενή της άυλης εργασίας.
Η ποιότητα αυτού του είδους εργατικής δύναμης είναι έτσι καθορισμένη όχι μόνο από τις επαγγελματικές ικανότητες (οι οποίες καθιστούν εφικτή την κατασκευή του πολιτιστικού-πληροφορικού περιεχομένου του εμπορεύματος), αλλά επίσης από την ικανότητα να «διαχειριστεί» τη δική της δραστηριότητα και να δράσει συντονιστικά ως προς την άυλη εργασία άλλων (παραγωγή και διαχείριση του κύκλου). Η άυλη εργασία εμφανίζεται ως πραγματική μετάλλαξη της «ζωντανής εργασίας». Εδώ βρισκόμαστε αρκετά μακριά από το τεϊλοριστικό μοντέλο οργάνωσης.
Η άυλη εργασία βρίσκεται στο σταυροδρόμι (ή, μάλλον, είναι το interface) μια νέας σχέσης μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Η δραστηριοποίηση αμφότερων, της παραγωγικής συνεργασίας και της κοινωνικής σχέσης με τον καταναλωτή, υλοποιείται μέσα στη, και από τη, διαδικασία της επικοινωνίας. Ο ρόλος της άυλης εργασίας είναι να προωθεί τη συνεχή καινοτομία στις μορφές και τις συνθήκες επικοινωνίας (και έτσι στην εργασία και στην κατανάλωση), δίνει μορφή και υλοποιεί τις ανάγκες, το φαντασιακό, τις καταναλωτικές προτιμήσεις και ούτω καθ’ εξής, και αυτά τα προϊόντα με τη σειρά τους γίνονται ισχυροί παραγωγοί αναγκών, εικόνων, και γούστων. Η ιδιομορφία του εμπορεύματος που παράγεται από την άυλη εργασία (η ουσιαστική αξία χρήσης που του αποδίδεται από την αξία του ως πληροφορικό και πολιτιστικό περιεχόμενο) συνίσταται στο γεγονός ότι δεν καταστρέφεται στην πράξη της κατανάλωσης, αλλά μάλλον διευρύνει, μετασχηματίζει, και δημιουργεί το «ιδεολογικό» και πολιτιστικό περιβάλλον του καταναλωτή. Αυτό το εμπόρευμα δεν παράγει τη φυσική ικανότητα της εργατικής δύναμης· αντ’ αυτού, μετασχηματίζει το άτομο που το χρησιμοποιεί, η άυλη εργασία παράγει πρωτίστως μια «κοινωνική σχέση» (μια σχέση επινόησης, παραγωγής, και κατανάλωσης). Μόνο αν πετύχει σε αυτή την παραγωγή μπορεί η δραστηριότητα αυτή να έχει μια οικονομική αξία. Αυτή η δραστηριότητα καθιστά άμεσα φανερό κάτι που η υλική παραγωγή είχε «συγκαλύψει», δηλαδή ότι η εργασία παράγει όχι μόνον εμπορεύματα, αλλά πρώτα και κύρια παράγει την σχέση κεφάλαιο.
[…]


Πηγή: Maurizio Lazzarato, «Immaterial Labour», σ. 1, 3-4.
http://www.generation-online.org/c/fcimmateriallabour3.htm
Μετάφραση: ratnet 2009

Βλ. σχ. και το άρθρο των Antonio Negri και Michael Hardt «Η εργασία του Διονύσου».


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου